Ψαλμ. 118, 11

Τρίτη 10 Αὐγούστου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Ἐν τῇ καρδίᾳ μου ἔκρυψα τὰ λόγιά σου, ὅπως ἂν μὴ ἁμάρτω σοι"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Εἰς τά βάθη τῆς καρδίας μου ὡς πολύτιμον καί ἀσύληπτον θησαυρόν ἔκρυψα τά θεῖα σου λόγια, ἵνα ἐνθυμούμενος πάντοτε ταῦτα μή ὑποπέσω εἰς ἁμαρτίαν τινά ἐνώπιόν σου" (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ (α)

    "Ὁ πιό μεγάλος ἀπό ὅλους τούς Ψαλμούς εἶναι ὁ ἑκατοστός δέκατος ὄγδοος. Ψαλμός ἀφιερωμένος στόν Νόμο τοῦ Κυρίου. Ὅπως σημειώνει ὁ ἀείμνηστος Π. Τρεμπέλας, «ἀποτελεῖ ἐγκώμιον τοῦ θείου νόμου καί ἀπό τοῦ πρώτου μέχρι τοῦ τελευταίου του στίχου διά ποικιλίας ἐκφράσεων καί εἰκόνων καταδεικνύει πόσον πολύτιμος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποίων ὠφελειῶν πρόξενος εἶναι εἰς τόν ἄνθρωπον καί μετά ποίας εὐλαβείας πρέπει οὗτος νά τηρῆ αὐτόν».
    Ἔχει 176 στίχους καί χωρίζεται σέ 22 στροφές, ὅσα καί τά γράμματα τοῦ ἑβραϊκοῦ ἀλφαβήτου. Γι’ αὐτό καί εἶχε ὀνομασθῆ ἀπό τούς Ραββίνους «Μέγα Ἀλφάβητον». Ὅσες δέ εἶναι οἱ στροφές του, τόσες φορές ἀναφέρεται καί τό ὄνομα Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶναι καί ὁ ἐμπνευστής τοῦ Νόμου, ἀλλά καί τοῦ Ψαλμῳδοῦ πού ἀνυμνεῖ ἐδῶ τόν Νόμο.
    Ὁ Ψαλμός αὐτός ἐπίσης εἶναι γνωστός καί μέ τήν ὀνομασία «Ἄμωμος» ἀπό τίς πρῶτες λέξεις του, καί πολλοί στίχοι του ἀκούονται στί Κηδεῖες καί κάποτε καί στά Μνημόσυνα.
     Καθώς τόν ἀκοῦμε στήν ἐκκλησία, ἤ τόν μελετοῦμε μόνοι μας, πλημμυρίζει ἡ καρδιά μας ἀπό θαυμασμό γιά τόν ἐμπνευσμένο Ψαλμῳδό, πού συνέθεσε ἕνα τέτοιο ποίημα, καλλιτέχνημα πραγματικό, ἀντάξιο θά μπορούσαμε νά ποῦμε τῆς μοναδικῆς ἀξίας τοῦ θείου Νόμου.
    Καί νοιώθουμε πραγματικά δυσκολία στό νά ξεχωρίσουμε ἕνα ἀπό τά 176 αὐτά πολύτιμα πετράδια καί νά τό παρατηρήσουμε καλύτερα. Γιατί ὅλα τους λαμπυρίζουν μέ τήν ἴδια θεϊκή λάμψι καί καθένα ξεχωριστά μᾶς προσκαλεῖ νά τό προσέξουμε.
    Στρεφόμαστε λοιπόν γι’ αὐτή τήν φορά πρός τόν ἑνδέκατο στίχο καί ἀναφωνοῦμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν Ψαλμῳδό πρός τόν Κύριο: «Ἐν τῇ καρδία μου ἔκρυψα τά λόγια  σου,  ὅπως ἄν  μή  ἁμάρτω  σοι». Μέσα στά βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Κύριε, ἔκρυψα τά λόγια Σου, γιά νά μπορῶ μέ τήν βοήθειά τους νά ἀποφεύγω τήν ἁμαρτία. 
    Στά λόγια αὐτά φαίνεται ὁλοκάθαρα τό πῶς ἔβλεπε τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ ὁ Ψαλμῳδός καί τί βοήθεια καί δύναμι ἔπαιρνε ἀπό Ἐκεῖνον.
    Τόν ἔκρυβε στά ἐσώτατα βάθη τῆς ὑπάρξεώς του, μέσα στά φυλλοκάρδια του, γιατί τόν θεωροῦσε σάν πολύτιμο θησαυρό, σάν κειμήλιο μεγάλης ἀξίας καί σημασίας καί δέν ἤθελε νά τοῦ τόν κλέψη κανείς.
    Τό λέει μάλιστα καί σ’ ἄλλους στίχους τοῦ ἴδιου Ψαλμοῦ, ὅτι γι’ αὐτόν ὁ θεῖος Νόμος ἄξιζε περισσότερο ἀπό «χιλιάδας χρυσίου καί ἀργυρίου» (72) καί τόν θεωροῦσε σάν «κληρονομιά» (117) καί τόν ἀγαποῦσε «ὑπέρ χρυσίον καί τοπάζιον» (127). Καί γέμιζε ἀγαλλίασι ἡ καρδιά του καί χαιρόταν μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτός πού «εὑρίσκει σκύλα (δηλαδή λάφυρα) πολλά» (162)." ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»  τόμος 1987 σ. 109) (ἡ συνέχεια αὔριο)