Ψαλμ. 119, 2

Παρασκευή 13 Αὐγούστου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου ἀπὸ χειλέων ἀδίκων καὶ ἀπὸ γλώσσης δολίας"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Κύριε, καθώς ἄλλοτε, οὕτω καί τώρα λύτρωσε τήν ψυχήν μου ἀπό χείλη ἄδικα καί συκοφαντικά καί ἀπό γλῶσσαν πλέκουσαν δόλους" (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ (β)

    "Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὅμως στά λόγια αὐτά τοῦ Ψαλμῳδοῦ δίνει καί μία ἄλλη διάστασι. Ἄδικα χείλη, λέει, δέν εἶναι μόνο αὐτά, πού ἀδικοῦν μέ τίς κατακρίσεις καί συκοφαντίες καί ταλαιπωροῦν καί βυθίζουν στήν θλῖψι πλήθη ἀνθρώπων, ἀλλά καί τά χείλη τῶν αἱρετικῶν καί ἐκείνων, πού μέ τά λόγια τους ὁδηγοῦν τούς συνανθρώπους τους στήν ἁμαρτωλή ζωή καί ἀδικοῦν ἔτσι τήν ψυχή τους. Καί τονίζει ὅτι, ἄν πρέπη ν’ ἀποφεύγη κανείς «τούς δολερούς καί ὕπουλους, πολλῷ μᾶλλον τούς ἀπατεῶνας καί τούς πονηρά δόγματα ἐνιέντας. Μάλιστα δέ ἄδικα εἴποι τις ἄν χείλη ἐκεῖνα, τά περί τήν ἀρετήν βλάπτοντα, τά πρός κακίαν ἀπάγοντα» (ἐ.ἀ.). Γι’ αὐτό ἄλλως τε καί ὁ Ψαλμῳδός ζητεῖ ἀπό τόν Θεό νά λυτρώση ὄχι τό σῶμα του, ἀλλά τήν ψυχή του ἀπό τά ἄδικα χείλη.
    Καί εἶναι καί σήμερα τόσοι καί τόσοι οἱ αἱρετικοί καί οἱ ἀσεβεῖς, πού μέ τά γλυκόλογά τους παρασύρουν πολλούς καί τούς ὁδηγοῦν στήν αἵρεσι, στήν ἀσέβεια καί στήν ἀπώλεια.
    Καί ἡ μία ὅμως καί ἡ ἄλλη ἑρμηνευτική ἄποψι, ἀγαπητέ ἀναγνῶστα, συμφωνοῦν στό ὅτι ὁ κίνδυνος ἀπό τά ἄδικα χείλη καί τήν δολία γλῶσσα εἶναι μεγάλος. Κίνδυνος πού ἀπειλεῖ τήν ὑπόστασί μας καί ἠμπορεῖ νά καταστρέψη καί τό αἰώνιο μέλλον μας.
    Αὐτός δέ ὁ κίνδυνος δέν κάνει, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ἐξαιρέσεις. Ἀπειλεῖ τούς πάντας. Ἐξάλλου καί αὐτός ὁ Ἅγιος τῶν ἁγίων, ὁ ἀναμάρτητος Ἰησοῦς Χριστός, συκοφαντήθηκε, ὅσον οὐδείς ἄλλος μάλιστα, καί δέχθηκε τά βέλη πού ἔβγαιναν ἀπό τά ἄδικα στόματα τῶν Φαρισαίων καί τῶν Γραμματέων. Τόν ὠνό-μαζαν «φάγον καί οἰνοπότην». Τόν ἀποκαλοῦσαν συνεργάτην τοῦ «Βεελζεβούλ». Ἔλεγαν παντοῦ ὅτι ἔχει «δαιμόνιον» καί ὅτι εἶναι «Σαμαρείτης» (Ματθ. ι΄ 25, ια’ 19, Ἰωάν. η’ 48).
     Ἐφ’ ὅσον λοιπόν θά ἀντιμετωπίσουμε ὁπωσδήποτε κι ἐμεῖς ἀργά ἡ γρήγορα τόν πειρασμό τῶν ἀδίκων χειλέων, ἄς φροντίζουμε νά εἴμαστε ἕτοιμοι γιά νά μή ταραχθοῦμε στήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ. Ἄς προσέχουμε ἐπίσης στήν ζωή μας, ὥστε τά λόγια πού θά ποῦν τυχόν ἐναντίον μας, νά μή ἔχουν καμμία βάσι, ἀλλά νά εἶναι πράγματι ἄδικα καί συκοφαντικά. Καί τέλος ἄς παρακαλοῦμε τόν Κύριο νά μᾶς γλυτώνη ἀπό τά ἄδικα χείλη, ἐπαναλαμβάνοντας συχνά τά λόγια, πού ἀναπέμπει τακτικά ἡ Ἐκκλησία μας: «Λύτρωσαί με ἀπό συκοφαντίας ἀνθρώπων» καί «ρῦσαι μου τήν ψυχήν ἐκ γλώσσης δολίας» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»  τόμος 1987 σ. 141)