Ψαλμ. 123, 1-3

Κυριακή 15 Αὐγούστου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Εἰ μή ὅτι Κύριος ἦν ἐν ἡμῖν, εἰπάτω δὴ  Ἰσραήλ·  εἰ μὴ ὅτι Κύριος ἦν ἐν ἡμῖν ἐν τῷ ἐπαναστῆναι ἀνθρώπους ἐφ᾿ ἡμᾶς, ἄρα ζῶντας ἂν κατέπιον ἡμᾶς ἐν τῷ ὀργισθῆναι τὸν θυμὸν αὐτῶν ἐφ᾿ ἡμᾶς"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Ἐάν δέν ἦτο ὁ Κύριος μαζί μας – ἄς τό ὁμολογήσῃ ὁλόκληρος ὁ Ἰσραήλ – ἐάν δέν ἦτο ὁ Κύριος ἐν μέσῳ ἡμῶν προστάτης καί ὑπερασπιστή μας, ὅταν ἐξηγέρθησαν ἄνθρωποι ἐναντίον μας, βεβαίως θά μᾶς κατέπιναν ζωντανούς· ὅταν ἤναψεν ὁ θυμός των ἐναντίον μας" (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ (β)

    "Σάν ἄλλα θηρία ὥρμησαν κατεπάνω μας γιά νά μᾶς ξεσχίσουν καί νά μᾶς καταπιοῦν. Δέν εἶναι φανταστικός καί ὑπερβολικός ὁ λόγος, γιατί, ὅπως γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὑπάρχουν «ἄνθρωποι τοιοῦτοι, θηρίων ὠμότητα ἐπιδεικνύμενοι, μᾶλλον δέ καί ἐκείνων χαλεπώτεροι». Ἄνθρωποι, πού σάν ἄγρια θηρία ὁρμοῦν μέ λύσσα «αὐτῶν ἐπιθυμοῦντες ἀπογεύσασθαι τῶν σαρκῶν». Ἐπιθυμοῦν δηλαδή καί ποθοῦν νά φάγουν τίς σάρκες τῶν συνανθρώπων τούς (ΕΠΕ 6, 666-668).
    Τί ἔγινε ἀλήθεια στά χρόνια της μαύρης σκλαβιᾶς τῶν Τούρκων;Δέν διέτρεξε τόν ἔσχατο κίνδυνο τό ἔθνος μας καί δέν ἀρνήθηκαν πολλοί τήν πίστι τους μέ τούς ἐξισλαμισμούς; Δέν σκέπαζε τά πάντα ἡ «μαυροφόρα ἀπελπισία», ὅπως λέει καί τό γνωστό ἐκεῖνο ποίημα, πού κάνει λόγο γιά τό «Κρυφό Σχολειό»; Καί δέν χάσαμε τά πλούτη καί τά ἀγαθά μας μένοντας ἀξιοθρήνητοι ραγιάδες, σκλάβοι ἀξιοδάκρυτοι στάς διαθέσεις τῶν Τούρκων ἀγάδων καί πασάδων; Λίγες ἦσαν οἱ Ἑλληνοποῦλες, πού σύρθηκαν στά χαρέμια τῆς Ἀνατολῆς, καί λίγα τά Ἑλληνόπουλα πού ἔγιναν Γενίτσαροι;
    Τί ἔγινε ἐπίσης καί στά χρόνια της φασιστικῆς καί ναζιστικῆς Κατοχῆς τῶν Ἰταλῶν καί Γερμανῶν; Δέν πέθαιναν ἑκατοντάδες κάθε μέρα ἀπό τήν πεῖνα καί πλῆθος δέν ἐβασανίζοντο καί ἐξετελοῦντο χωρίς οἶκτον; Λίγα ἐπίσης ἦσαν τά σκελετωμένα παιδιά μας, πού προκαλοῦσαν τήν συμπόνια τῶν φίλων λαῶν τῆς γῆς; Προσμέναμε βοήθεια ἀπό τά φιλάδελφα αἰσθήματα τῶν φιλελευθέρων ἀνθρώπων «κουρταλῶντας στήν χρεία μας τές θύρες τους», γιά νά θυμηθοῦμε λίγο καί τόν ἐθνικό μας ποιητή Σολωμό.
     Τέτοιους θανάσιμους κινδύνους καί τέτοιους λυσσασμένους καί πάνοπλους ἐχθρούς γνώρισε πολλούς ἡ Ἑλλάδα μας. Καί γλύτωσε ἀπό τά νύχια τους καί ξέφυγε ἀπό τό στόμα τους τό ἀφρισμένο χάρις στήν θαυμαστή βοήθεια τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων μας. Γιατί σ’ ὅλες τίς δύσκολες στιγμές της οἱ προσευχές καί οἱ δεήσεις τῶν γονέων μας καί οἱ παρακλήσεις τῶν Κληρικῶν καί Μοναχῶν μας, ἑνωμένες μέ τίς πρεσβεῖες τῶν συμπατριωτῶν μας Ἁγίων, πού πότισαν μέ τό μαρτυρικό αἷμα τους τό χῶμα τῆς Πατρίδος μας, ὑψώνονταν διαρκῶς καί μέ θερμότητα πρός τόν θρόνο Κυρίου Παντοκράτορος καί Τόν καλοῦσαν πρός βοήθειάν μας, πρᾶγμα πού ἐγίνετο πάντοτε.
     Τό θέμα ὅμως, ἀδελφέ μου, εἶναι κατά πόσον νοιώθουμε ἐμεῖς σήμερα τήν βοήθεια αὐτή τοῦ Θεοῦ πρός τό ἔθνος μας καί τί κάνουμε γιά νά δείξουμε τήν εὐγνωμοσύνη μας πρός Ἐκεῖνον. Τώρα πού ζοῦμε ἐλεύθεροι καί ξεφύγαμε τήν καταστροφή, τώρα πού ἔχουμε κι ἐμεῖς τό Κράτος μας καί ζοῦμε σάν ἄνθρωποι, χωρίς νά πιέζη τά στήθη μας ἡ σκλαβιά καί ἡ φοβέρα τοῦ πολέμου, ὑψώνουμε ἆραγε τήν καρδιά πρός τόν οὐρανό, πρός τόν Κύριο πού τόσες καί τόσες φορές μᾶς ἔσωσε; Ἤ μήπως τά ἔχουμε ξεχάσει ὅλα καί δέν δίνουμε καθόλου σημασία στόν παράγοντα πού λέγεται Θεός, καί ντρεπόμαστε νά μιλήσουμε γιά Ἐκεῖνον στίς ἐθνικές μας ἐπετείους;
      Ἄν πάντως θέλουμε νά εἴμαστε εὐγνώμονες ἄνθρωποι· ἄν δέν μᾶς ἀρέσει νά ζοῦμε «στό ψέμα καί στήν ἀπάτη τῶν ὀνείρων»• ἄν πρό πάντων ἐπιθυμοῦμε νά ἔχουμε καί σήμερα τήν προστασία καί συμμαχία τοῦ Παντοκράτορος, ἄς μάθουμε ὅλοι μας σάν Ἕλληνες νά ἐπαναλαμβάνουμε μέ ἐνθουσιασμό μαζί μέ τόν Ψαλμῳδό: «Ἡ βοήθεια ἡμῶν ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ ποιήσαντος τόν οὐρανόν καί τήν γῆν» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»  τόμος 1987 σ. 173)