Ψαλμ. 139, 2-3

Τετάρτη 18 Αὐγούστου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Ἐξελοῦ  με, Κύριε, ἐξ ἀνθρώπου πονηροῦ, ἀπὸ ἀνδρὸς ἀδίκου ρῦσαί με, 3 οἵτινες ἐλογίσαντο ἀδικίαν ἐν καρδίᾳ, ὅλην τὴν ἡμέραν παρετάσσοντο πολέμους"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Γλύτωσέ με, Κύριε, ἀπό κάθε ἄνθρωπον πονηρόν, ἀπό κάθε ἄνθρωπον ἄδικον σῶσον με· ἀπό αὐτούς οἱ ὁποῖοι μέσα εἰς τάς καρδίας των σκέπτονται μόνον πῶς νά κάμνουν τήν ἀδικίαν, καθ’ ὅλην τήν ἠμέραν ἀναζητοῦν ἀφορμάς συγκρούσεων καί ἐρίδων καί γίνονται προκλητικοί σάν νά παρατάσσονται εἰς πολέμους" (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ (α)

    "Μέσα στούς Ψαλμούς, πού διαβάζονται στήν Ἀκολουθία τῶν Μεγάλων Ὡρῶν τό πρωῒ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, περιλαμβάνεται καί ὁ ἑκατοστός τριακοστός ἔνατος.
    Πρόκειται γιά ἕνα Ψαλμό τοῦ βασιλέως, προφήτου καί ψαλμῳδοῦ Δαβίδ, πού συνετέθη σέ πολύ δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς του. Τόν εἶχαν περικυκλώσει ἰσχυροί ἐχθροί, ἕτοιμοι νά ριχθοῦν ἐπάνω του μέ λύσσα γιά νά τόν ἐξοντώσουν. Καί παρακαλεῖ τόν Κύριο νά τόν γλυτώση ἀπό τήν μανία τους προλέγοντας συγχρόνως προφητικά τήν καταστροφή τῶν ἐχθρῶν του.
    Καθώς διαβάζουμε μία – μία φράσι τοῦ Ψαλμοῦ αὐτοῦ, καταλαβαίνουμε τό γιατί οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, «οἱ τά πάντα καλῶς διαταξάμενοι», κατεχώρισαν καί αὐτόν τόν Ψαλμό μέσα στά σταυρώσιμα ἱερά Κείμενα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Γιατί ἐνῷ γίνεται σ’ αὐτόν λόγος γιά τόν Δαβίδ, πού ὑπέφερε ἀπό τόν Σαούλ ἤ τόν Ἀβεσσαλώμ, ἐν τούτοις οἱ ἴδιες αὐτές φράσεις μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἐφαρμόζονται καί στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.
    Τί ἄλλο ἔκαμναν ἀλήθεια οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ, παρά «ἐλογίσαντο ἀδικίαν ἐν καρδίᾳ, ὅλην τήν ἡμέραν παρετάσσοντο πολέμους», ὅπως λέει ὁ 3ος στίχος; « Ἠκόνησαν γλῶσσαν αὐτῶν ὡσεί ὄφεως», ὅπως προσθέτει ὁ 4ος στίχος. Ἐτρόχισαν καί ἀκόνισαν τήν γλῶσσα τους καί τήν ἔκαναν σάν τήν γλῶσσα τοῦ φιδιοῦ, γιά νά χύνουν τό δηλητήριο τῆς κακίας τους ἐναντίον Του. Μέρα καί νύχτα «διελογίζοντο τοῦ ὑποσκελίσαι τά διαβήματά» Του, ὅπως συμπληρώνει ὁ 5ος στίχος. Ὁ φθόνος τους ἐναντίον τοῦ Κυρίου δέν τούς ἄφηνε νά ἡσυχάσουν. Σκέφτονταν διαρκῶς τό πῶς θά τόν ἐξώντωναν. Γι’  αὐτό καί Τοῦ ἔστηναν συνεχῶς παγίδες. «Σχοινία διέτειναν καί παγίδας τοῖς ποσί» Του, ὅπως ἀναφέρει καί ὁ 6ος στίχος. Λές καί ἅπλωναν σχοινιά στόν δρόμο Του κι ἔβαζαν παγίδες γιά νά Τόν περικλώσουν. Ἄλλοτε προσπαθοῦσαν νά Τόν παρουσιάσουν σάν περιφρονητή καί καταπατητή τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί μάλιστα τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, καί ἄλλοτε ἐπιχειροῦσαν νά Τόν ἐκθέσουν ἀπέναντι στήν ρωμαϊκή ἐξουσία, ὅτι δῆθεν ἐμπόδιζε τούς Ἑβραίους νά πληρώνουν τούς φόρους." ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»  τόμος 1987 σ. 220) (ἡ συνέχεια αὔριο)