Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010
«Ἁγίου Λουκᾶ Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας Λόγοι καί Ὁμιλίες τόμος Β΄»
Περὶ τῆς ματαιότητος τῆς δόξης τῶν ἀνθρώπων (α)
Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς περιγράφει τὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεως ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ τῆς θυγατέρας τοῦ Ἰαείρου, τοῦ ἄρχοντα τῆς συναγωγῆς. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα θαύματα τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τρόπο πάρα πολὺ ἁπλὸ ἀνέστησε ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν κόρη πλησίασε τὸ νεκρὸ κορίτσι τὸ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ εἶπε· «Ἡ παῖς, ἐγείρου» (Λκ. 8, 54) καὶ αὐτὴ ἀμέσως σηκώθηκε. Μάρτυρες αὐτοῦ τοῦ θαύματος ὑπῆρξαν μόνο οἱ ἐκλεκτοὶ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ Πέτρος, Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης καὶ οἱ γονεῖς τοῦ κοριτσιοῦ. Στοὺς γονεῖς ὁ Κύριος εἶπε αὐστηρά· «Μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός» (Λκ. 8, 56).
Γιὰ ποιὸ λόγο ἀπαγόρεψε νὰ γνωστοποιοῦν τὸ θαῦμα αὐτὸ στοὺς ἄλλους καὶ νὰ Τὸν ἐγκωμιάζουν Ἐπειδὴ δὲν ζητοῦσε τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων. Καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του εἶχε ὁδηγὸ στὶς πράξεις του τὴν καρδιά του, τὴν θεία του καρδιὰ. Πραγματοποιοῦσε αὐτὸ ποὺ εἶχε ἀποφασιστεῖ στὴν ἀρχὴ τῶν αἰώνων. Ἦταν συγκεντρωμένος στὸν Ἑαυτό του, στὸ μεγαλειῶδες ἔργο ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνει, γι’ αὐτὸ καὶ ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὸν ἔπαινο καὶ τὴν ἀνθρώπινη δόξα. Γνώριζε ὅτι τοῦ προσιδιάζει θεϊκή δόξα. Μὲ τὴν ἀπαγόρευση νὰ κοινοποιοῦν τὰ θαύματά του μᾶς διδάσκει νὰ μὴν ἐπιζητοῦμε τὶς τιμὲς καὶ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων.
Καὶ ἐμεῖς, τί κάνουμε ἐμεῖς; Ὤ, πόσο ἀγαπᾶμε τοὺς ἐπαίνους, πόσο τοὺς ποθοῦμε! Πόσο ὀξύνουμε τὴν ἀκοή μας γιὰ νὰ μὴν μᾶς ξεφύγει κανένας λόγος ἐπαινετικὸς καὶ καμμία ἔκφραση σεβασμοῦ στὸ πρόσωπό μας. Κανένα ἄλλο πράγμα δὲν ἐκτιμᾶμε τόσο πολὺ ὅπως τὰ ἐγκώμια καὶ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων εἶναι μάταιη καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ τὴν ἐπιζητοῦμε. Σὲ ὅλα τὰ ἔργα μας καθοδηγός μας πρέπει νὰ εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ συνείδησή μας.
Ἂν αὐτὸ τὸν λογισμὸ θὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας· ἂν ὅλες τὶς πράξεις μας θὰ τὶς κατευθύνει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐπιθυμία νὰ γίνουμε πιὸ μεγάλοι στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, τότε δὲν θὰ ἐπιζητοῦμε τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων, ὅπως δὲν τὴν ἐπιζητοῦσαν οἱ ἅγιοι. Ὄχι μόνο δὲν ἐπιζητοῦσαν τοὺς ἐπαίνους, ἀλλά προσπαθοῦσαν μὲ κάθε τρόπο νὰ τοὺς ἀποφύγουν. Ἔλεγαν ὅτι ὁ ἐκθειασμός καὶ ἡ δόξα βλάπτουν τὴν ψυχή μας. Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἀκούει συχνὰ τοὺς ἐπαίνους καὶ βλέπει σεβασμὸ στὸ πρόσωπό του ἐκ μέρους τῶν ἄλλων, τότε ἀρχίζει νὰ θεωρεῖ τὸν σκοπὸ του πετυχημένο. Σὰν ἐπακόλουθο χάνει τὸ ζῆλο του γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν αἰώνια ἀλήθεια. Σταδιακὰ ὑποδουλώνεται στὴν κενοδοξία καὶ τὴν φιλοδοξία καὶ ξεχνάει τὴν ἀξιοπρέπειά του. Στὸ τέλος ὁ ἔπαινος ἐκ μέρους τῶν ἄλλων ἀκούγεται ὅλο καὶ πιὸ σπάνια. Οἱ ἄνθρωποι βλέπουν τὴν φιλοδοξία του καὶ γι’ αὐτὸ χάνουν τὸν σεβασμὸ τους πρὸς αὐτόν. Ὅταν ὅμως ἐξαντληθοῦν οἱ τιμὲς ἐκ μέρους τῶν ἄλλων ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος ὁ ἴδιος νὰ ἐξυμνεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ ἔτσι δημιουργεῖ ἀποστροφὴ στοὺς γύρω του, διότι ἡ αὐτοεξύμνηση προκαλεῖ ἀηδία στοὺς ἄλλους." (Τά κείμενα τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ πού δημοσιεύονται σέ συνέχειες στήν ἱστοσελίδα μας εἶναι παρμένα ἀπό τό ὁμώνυμο βιβλίο τῶν ἐκδόσεων «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»)