Ψαλμ. ξε’ 12

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝO

« Ἐπεβίβασας ἀνθρώπους ἐπὶ τὰς κεφαλὰς ἡμῶν, διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

    «Ἐπέτρεψες ἄνθρωποι θνητοί νά διέλθουν θριαμβευτικῶς ἄνωθεν τῶν κεφαλῶν μας καί νά ποδοπατήσουν αὐτάς. Διήλθομεν διά μέσου τῆς καμίνου καί τοῦ πυρός τῶν θλίψεων. ἐπεράσαμεν ἐκ τῆς θαλάσσης τῶν δοκιμασιῶν καί ὑπεφέραμεν κακά, ἀπό τά ὁποῖα ἐκινδυνεύσαμεν νά ἀφανισθῶμεν καί νά πνιγῶμεν. Ἀλλ᾽ἐν τέλει μᾶς ἔβγαλες εἰς τόπον ἀναψυχῆς καί ἀνέσεως» (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ (α)

    «Μετά ἀπὸ μία μεγάλη ἐθνικὴ περιπέτεια καί δοκιμασία σύσσωμος ὁ εὐσεβὴς λαὸς τοῦ Θεοῦ ἐξέφρασε τὴν εὐγνωμοσύνη του πρὸς τὸν Λυτρωτή του.
      Μιλῶντας δὲ ἐκ μέρους ὅλων ὁ θεοκίνητος Ψαλμωδὸς συνέθεσε τὸν ὡραιότατο ἑξηκοστὸ πέμπτο Ψαλμό. Σ’ αὐτὸν μεταξὺ ἄλλων εὐχαριστεῖ καὶ ἀναφωνεῖ ρὸς τὸν Κύριο καί Προστάτη τους: «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἠμᾶς εἰς ἀναψυχήν» (Ψαλμ. ξε’ 12). Περάσαμε δηλαδὴ ἀπὸ φλογερὸ καμίνι καί ἀπό θάλασσα φουρτουνιασμένη καὶ κινδυνεύσαμε νὰ ἐξαφανισθοῦμε, ἀλλ’ ὅμως, Σύ, Κύριε, μᾶς γλύτωσες καὶ μᾶς χάρισες τὴν ἄνεσι.
    «Πῦρ καὶ νερόν», σημειώνει ἐδῶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «νόησον τάς θλίψεις καὶ συμφοράς, ἕνα μὲν διατί  αἳ θλίψεις καίουσιν ὡσὰν φωτὶα τὴν ψυχήν, καὶ ἄλλο δὲ διὰ τί αἱ θλίψεις πνίγουν καὶ καταποντίζουν τὴν ψυχὴν ὡσὰν τὸ νερόν» (Ἑρμ. εἰς ξε’ Ψαλμ.).
    Καὶ πέρασε πραγματικὰ τέτοιες φοβερὲς καὶ δύσκολες καταστάσεις ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰσραήλ, ἀδελφέ μου. Ἄλλοτε ἀπό τους Αἰγυπτίους καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τοὺς Φιλισταίους καὶ Ἀσσυρίους καὶ Βαβυλώωνίους διέτρεξε τὸν ἔσχατο κίνδυνο. Πάντοτε ὅμως, καὶ ἐνῶ ὅλα φαίνονταν χαμένα, τοὺς ἔσωζε τὴν τελευταία στιγμὴ ἀπό τὸν ὄλεθρο καὶ τὴν καταστροφὴ ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός τους καὶ τοὺς χάριζε τὴν ἀναψυχή.
    Ἔβγαιναν ἔτσι ἀληθινὰ κάθε φορὰ τὰ λόγια, ποὺ εἶπε πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ μεγαλοφώνου Προφήτου Ἡσαΐου: «Καὶ ἐὰν διαβαίνης δι’ ὕδατος, μετά σοῦ εἰμι καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσι σε• καὶ ἐάν διέλθης διὰ πυρός, οὐ μὴ κατακαυθῇς». Δὲν θὰ πάθης τίποτε, διότι εἶμαι μαζί σου ἐγὼ ὁ Θεός σου καὶ σὲ σώζω (Ἡσ. μγ’ 23).
    Μήπως ὅμως τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ψαλμοῦ, μὲ τὰ ὁποῖα παρέδωσε τὸ πνεῦμα του ὁ ἐθνεγέρτης καὶ ἰσαπόστολος ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, δὲν ἔχουν τὴν ἐφαρμογή τους καὶ στὴν δική μας ἐθνικὴ ἱστορία; Δὲν κινδυνεύσαμε κι ἐμεῖς νὰ καταποντισθοῦμε σὰν Ἔθνος μέσα στὰ τε-τρακόσια γιὰ τὴν Νότιο καὶ πεντακόσια γιὰ τὴν Βόρειο Ἑλλάδα χρόνια τῆς φρικτῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς; Δὲν καίγονταν οἱ καρδιὲς τῶν προγόνων μας καὶ δὲν εἶχαν βυθισθῆ σὲ πέλαγος θλίψεων τότε ποὺ «ὅλα τὰ σκίαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά»; Καὶ δὲν πέρασε ἀπό κατακλυσμὸ καὶ φοβερὸ καμίνι ὁ λαός μας κάτω καὶ ἀπό τὴν φασιστικὴ καὶ ναζιστικὴ μπότα στὰ μαῦρα χρόνια τῆς Κατοχῆς; Καὶ ὅμως ὅλα αὐτὰ ἀνήκουν πιὰ στὸ παρελθόν. Ξεχάσθηκαν ἢ κοντεύουν νὰ ξεχασθοῦν. Γιατί ἐπενέβη ἐν τῷ μεταξὺ ὑπὲρ ἡμῶν ὁ δίκαιος καὶ παντοδύναμος Θεὸς καὶ μᾶς ἔβγαλε στὴν ἀναψυχή. Καὶ ζοῦμε πλέον ἐλεύθεροι καὶ χαιρόμαστε τὴν ἐθνική μας ἐλευθερία.
     Τὸ θέμα ὅμως εἶναι κατὰ πόσον ἀναγνωρίζουμε κι ἐμεῖς, ὅπως οἱ εὐσεβεῖς Ἑβραῖοι, ὅτι ὁ Θεὸς ἦταν Ἐκεῖνος πού μας ἔσωσε ἀπό τὴν φωτιὰ καὶ τὸν κατακλυσμὸ τῶν ἐθνικῶν μας συμφορῶν. Κα¬τὰ πόσον δηλαδὴ Τὸν εὐγνωμονοῦμε γι’ αὐτὲς Τοῦ τὶς εὐεργεσίες πρὸς τὸ Ἔθνος μας.» (Ἀπό Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τόμος 1985, σ. 349)