Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010
ΚΕΙΜΕΝO
«Τί γάρ μοι ὑπάρχει ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ παρὰ σοῦ τί ἠθέλησα ἐπὶ τῆς γῆς; »
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Διότι τί ἄλλο ἔχω καί τί ἄλλο ὐπάρχει δι’ ἐμέ εἰς τόν οὐρανόν ἐκτός ἀπό σέ; Καί τί ἄλλο θά ἦτο ἱκανόν νά μέ θέλξῃ καί νά ἐλκύσῃ τήν θέλησίν μου ἐπί τῆς γῆς, ὅταν εὑρίσκομαι πλησίον σου καί κατέχω σέ;» (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")
ΣΧΟΛΙΟ (α)
«Ὁ ἑβδομηκοστὸς δεύτερος Ψαλμός, ποὺ ἀναφέρεται στὸ μεγάλο πρόβλημα τῆς εὐτυχίας τῶν ἀσεβῶν, δίνει ἀνάμεσα στὰ ἄλλα κι ἕνα σπουδαῖο μήνυμα σχετικὸ μὲ τὴν ἀληθινὴ εὐτυχία μας.
Ἀπορεῖ ἀρχικὰ ὁ Ψαλμωδὸς βλέποντας ὡρισμένα πράγματα, ποὺ συμβαίνουν στὸν κόσμο. Σύντομα ὅμως ἀναπαύεται καὶ γαληνεύει τὸ πνεῦμα του κοντὰ στὸν Κύριο καὶ Θεό του.
Διαφωτίζεται μὲ τὸ θεῖο φωτισμὸ καὶ δὲν μένουν πιὰ στὴν καρδιὰ του ἀμφιβολίες καὶ ἐρωτηματικά.
Αἰσθάνεται τὸν Θεὸ νὰ τὸν κρατῆ ἀπό τὸ χέρι καὶ νὰ τὸν ὁδηγῆ μὲ τὴν σοφία Του στὸν δρόμο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν χαρὰ καὶ στὴ δόξα τοῦ Κυρίου.
Καὶ ξεχνῶντας πλέον τὰ πάντα ἀπορροφᾶται ἀπό τὴν ἀγάπη τοῦ πανσόφου καὶ δικαίου καὶ παναγάθου Θεοῦ καὶ ψάλλει: «Τί γὰρ μοι ὑπάρχει ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ παρὰ σὲ τί ἠθέλησα ἐπί τῆς γῆς;» (Ψαλμ. οβ’ ,25). Ἄλλη χαρὰ καὶ ἄλλη ἀπόλαυσι ἐκτός ἀπὸ σέ. Κύριε, στὸν οὐρανὸ δὲν ἔχω καμμιά. Πολὺ περισσότερο δὲν ὑπάρχει στὴ γῆ κάτι ἄλλο ἱκανὸ νὰ σαγήνευση τὴν ὑπαρξί μου καὶ νὰ μὲ παρασύρη πρὸς τὸ μέρος του. Ἔσυ εἶσαι τὸ πᾶν γιὰ μένα. Εἶσαι ὁ μαγνήτης, ποὺ ἑλκύει τὴν καρδιά μου. Εἶσαι τὸ κέντρο, γύρω ἀπὸ τὸ ὁποῖο στρέφονται οἱ πόθοι καὶ οἱ σκέψεις μου. Εἶσαι ἡ πηγὴ τῆς εὐτυχίας μου.
Καὶ ὅπως σημειώνει καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Τί ἄλλο εἶναι εἰς ἐμένα τὸν ἄνθρωπον περιπόθητον ἐν τῷ οὐρανῷ, πάρεξ ἐσύ, Κύριε; Καί ἀπό ἐσένα τὸν Θεὸν τί ἄλλο ἐζήτησα ἐγώ ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴν γῆν, πάρεξ αὐτὸν πάλιν ἐσένα καὶ τὴν ἰδικήν σου βοήθειαν» (Ἑρμ. εἰς οβ’ Ψαλμ.).
Τὰ λόγια αὐτὰ φανερώνουν τὴν πολλὴ ἀγάπη τοῦ Ψαλμωδοῦ πρὸς τὸν Κύριο καὶ τὸ τί ἔνοιωθε ἡ καρδιά του, ὅταν ἦταν κοντά Του.
Ὁ Θεὸς ἦταν ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀπόλαυσί του. Μ’ ἐκεῖνον ποθοῦσε νὰ ζῆ παντοτινά. Μαζί Του ἐπιθυμοῦσε νὰ βρίσκεται καὶ στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό. Ἡ παρουσία Του γέμιζε τὴν καρδιά του μὲ ἀνάπαυσι καὶ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι.
Κάνει ἀσφαλῶς ἐντύπωσι ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ἐκφράζεται ὁ θεοφώτιστος Ψαλμωδός. Κι ἂν σκεφθοῦμε μάλιστα ὅτι εἰπώθηκαν τὰ λόγια αὐτὰ ἑκατοντάδες χρόνια πρὸ Χριστοῦ, ὁ θαυμασμός μας γίνεται ἀκόμη μεγαλύτερος.
Γιατί μιλοῦσε ἔτσι, χωρὶς νὰ ἔχη ζήσει τὴν μέχρι σταυροῦ ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Οὔτε εἶχε διαφωτισθῆ πλήρως ὡς πρὸς τὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας μας στοργικὸς καὶ ἔχει ἑτοιμάσει γιά τὸν καθένα μας θέσι κοντὰ Του στὴν οὐράνια καὶ ἔνδοξη βασιλεία Του.
Ἂν ὅμως ἐκφραζόταν ἔτσι ὁ εὐλαβὴς ἐκεῖνος ἄνθρωπος, τί ἆραγε πρέπει νὰ γίνεται μέ μᾶς, πού ζοῦμε μετὰ Χριστόν, στὴν ἐποχὴ τῶν εὐλογιῶν τῆς Χάριτος τῆς Καινῆς Διαθήκης;» (Ἀπό Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τόμος 1985, σ. 427)