Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010
ΚΕΙΜΕΝO
«Τί γάρ μοι ὑπάρχει ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ παρὰ σοῦ τί ἠθέλησα ἐπὶ τῆς γῆς; »
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Διότι τί ἄλλο ἔχω καί τί ἄλλο ὐπάρχει δι’ ἐμέ εἰς τόν οὐρανόν ἐκτός ἀπό σέ; Καί τί ἄλλο θά ἦτο ἱκανόν νά μέ θέλξῃ καί νά ἐλκύσῃ τήν θέλησίν μου ἐπί τῆς γῆς, ὅταν εὑρίσκομαι πλησίον σου καί κατέχω σέ;» (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")
ΣΧΟΛΙΟ (β)
«Ἐμεῖς μάθαμε ἀπό τὸ κήρυγμα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἁγίων μαθητῶν Του ὅτι ἡ πρώτη ἀγάπη, πάνω κι ἀπό τὰ πιὸ ἀγαπητὰ πρόσωπα, ἀνήκει στὸν Κύριο. Μάθαμε ἀπό τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων Μαρτύρων ὅτι γιὰ τὸν Κύριο καὶ μόνο ἀξίζει νὰ ζῆ καὶ νὰ πεθαίνη κανείς. Μάθαμε ἐπίσης ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι ἡ ψυχή, ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό, εἰρηνεύει, εὐφραίνεται, ἀναπαύεται καὶ ζῆ μέσα σὲ ὑπερκόσμιο φῶς. Μάθαμε καὶ ξέρουμε πὼς «κι ἂν χαθοῦν χαρὲς καὶ πλούτη καὶ βασίλεια» κι ὅλα τὰ τερπνὰ ποὺ ἔχει ὁ κόσμος, ἐφ’ ὅσον ἔχουμε μαζί μας τὸν Θεό, ἔχουμε τὸ πᾶν. Δὲν στερούμαστε τίποτε.
Τὰ μάθαμε, τὰ εἴδαμε καὶ τὰ ξέρουμε. Θὰ εἴμαστε ὅμως «μακάριοι», σύμφωνα μὲ κάποιο λόγο τοῦ Κυρίου μας, ἐὰν καὶ τὰ «ποιῶμεν» (Ἰω. ιγ’ 17). Ἐάν δηλαδὴ ὅλα, ὅσα διαβάσαμε γιὰ τὸ πόσο εὐτυχισμένοι ἦσαν δσοὶ ἀγάπησαν καὶ ἐνώθηκαν μὲ τὸν Κύριο, γίνουν πράξι καὶ ζωὴ καὶ γιὰ μᾶς.
Ἂν καταλάβουμε, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε καὶ μὲ ἄλλες λέξεις, ὅτι τίποτε ἄλλο, οὔτε δόξα, οὔτε πλούτη, οὔτε ὁποιοδήποτε πρᾶγμα ἢ πρόσωπο τοῦ κόσμου δὲν ἠμπορεῖ νὰ μᾶς χαρίση αὐτά, ποὺ χαρίζει ὁ Κύριος.
Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ χαρίζει αὐτό, ποὺ βαθειὰ μέσα μας ποθοῦμε: Τὴν εὐτυχία. Ἡ ἕνωσι μαζί Του μὲ τὴν προσευχή, τὴν θεία Κοινωνία καὶ τὴν πιστὴ τήρησι τῶν λόγων Του ἀποτελεῖ τὴν πεμπτουσία τῆς εὐτυχίας.
Ὁ Κύριος εἶναι τὸ ὕψιστον ἀγαθόν. Εἶναι «τῶν ἐφετῶν ἡ ἀκρότης», ὅπως λέει κι ἕνα τροπάριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸ ἀνώτερο δηλαδὴ ἀπό ὅσα ἀξίζει καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ ποθήση ὁ ἄνθρωπος. Ὅσοι τὸν ἀγαποῦν βαθειὰ καὶ ἔμπρακτα, βρίσκουν πάντα ἀνταπόκρισι ἀπό Ἐκεῖνον στὴν ἀγάπη τους καὶ νοιώθουν εὐτυχισμένοι. Ζοῦν ἀπό τώρα τὸν Παράδεισο. Γιατί ἔκαναν τὸν Κύριο κέντρο τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς ζωῆς τους. Ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά τους δὲν ἑλκύονται πιὰ ἀπό τὰ κατώτερα καὶ γήινα ἀγαθά, γιατί γεύονται διαρκῶς τὴν γλυκύτητα τῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Κύριο.
Μακάρι, ἀδελφέ μου, νὰ ζήσουμε καὶ νὰ ζοῦμε διαρκῶς κι ἐσὺ κι ἐγώ τὴν θαυμαστὴ αὐτὴ πραγματικότητα. Μακάρι νὰ κάνουμε τὸν Κύριο κέντρο τῆς ζωῆς μας «τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης». Τότε θὰ τὰ ἔχουμε ὅλα. Ὅλα ὅσα συνιστοῦν αὐτό, ποὺ λέγεται εὐτυχία.» (Ἀπό Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τόμος 1985, σ. 427)