Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010
ΚΕΙΜΕΝO
«Ἐγὼ δὲ πτωχός εἰμι καὶ πένης· ὁ Θεός, βοήθησόν μοι. βοηθός μου καὶ ρύστης μου εἶ σύ· Κύριε, μὴ χρονίσῃς»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἐγώ δέ εἶμαι πτωχός καί ἄθλιος· βοήθησόν με, Θεέ μου. Βοηθός μου καί λυτρωτής μου εἶσαι σύ, Κύριε· μή βραδύνῃς καί μή ἀργοπορήσῃς, ἀλλά σπεῦσον εἰς βοήθειαν καί προστασίαν μου» (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")
ΣΧΟΛΙΟ (α)
«Μικρὸς σχετικὰ εἶναι ὁ ἑξηκοστὸς ἔνατος Ψαλμός. Πέντε μόλις στίχοι. Περιέχει ὅμως, ὅπως ἄλλως τὲ καὶ κάθε λόγος τῆς Ἁγίας μας Γραφῆς, μεγάλες καὶ σπουδαῖες ἀλήθειες. Κι ἐνῶ γράφηκε πρὶν τρεῖς χιλιάδες χρόνια, γιὰ νὰ ζητήση μ’ αὐτὸν ὁ Δαβὶδ τήν βοήθεια τοῦ Κυρίου ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του, ἐν τούτοις μιλάει καὶ σὲ μᾶς, ποὺ ζοῦμε σήμερα. Ἔχει νὰ πῆ πολλὰ καὶ στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ποὺ ἀντιμετωπίζει ὁπωσδήποτε διαφορετικὰ προβλήματα ἀπό ἐκεῖνα τοῦ Ψαλμωδοῦ.
Χρησιμοποιεῖται δὲ ὁ Ψαλμὸς αὐτὸς καὶ στὴν Λατρεία μας, ὅπως ἐχρησιμοποιεῖτο καὶ στὴν λατρεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Λέγεται κάθε μέρα στὴν ἱερὴ Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου. Ὁ τελευταῖος του στίχος θὰ σταθῆ ἀφορμὴ γιὰ τὶς ἁπλές σκέψεις, ποὺ παρατίθενται στὴ συνέχεια.
«Ἐγώ δὲ πτωχὸς εἰμι καὶ πένης ὁ Θεός, βοήθησόν μοι. βοηθός μου καὶ μύστής μου εἶ σύ, Κύριε, μὴ χρονίσης» (Ψαλμ. ξθ’ 6). Εἶμαι πτωχὸς καὶ ἄθλιος, λέει πρὸς τὸν Θεὸ ὁ Δαβίδ. Βοήθησε μὲ σύ, Κύριε. Σὺ ποὺ εἶσαι βοηθὸς καὶ λυτρωτής μου. Μὴ καθυστερήσης. Τρέξε νὰ μὲ βοηθήσης καὶ νὰ μὲ σώσης.
Ὅταν λέη ἐδῶ ὁ εὐλογημένος Δαβὶδ «πτωχὸς καὶ πένης», δὲν ἐννοεῖ βέβαια μόνον τὴν ὑλικὴ φτώχεια καὶ ταλαιπωρία του, στὴν ὁποία βρισκόταν ὁπωσδήποτε κατατρεγμένος ἄδικα ἀπό ἰσχυροὺς ἐχθρούς, ὅπως ἦταν ὁ βασιλιὰς Σαούλ. Ἐκεῖνο ποὺ πρὸ πάντων τὸν ἀπασχολεῖ, καθὼς λέγουν οἱ ἱεροὶ Ἑρμηνευταί, εἶναι ἡ πνευματική του φτώχεια. Ἔβλεπε τὸν ἑαυτὸ του φτωχὸ ἀπό ἀρετὲς καὶ πολὺ ἐλλιπῆ, ὡς πρὸς αὐτὸ ποὺ ἤθελε ὁ ἅγιος Θεός. Καταλάβαινε ὅτι δὲν εἶχε «τῆς δικαιοσύνης τὸν πλοῦτον» (Μ. Ἀθανασίου Ἐξηγ. εἰς ξθ’ Ψαλμ.). Συναισθανόταν τὶς ἀδυναμίες καὶ τὶς ἁμαρτίες του καὶ κατέφευγε στὸν πλουσιόδωρο Θεό, γιὰ νὰ ζητήση τὴν βοήθειά Του.
Ἂν ὅμως, ἀδελφέ μου, ἕνας Δαβίδ, ποὺ εἶχε εὐλογηθῆ ἐξαιρετικὰ ἀπό τὸν Κύριο καὶ διέθετε πλοῦτο χαρισμάτων, θεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ του «πτωχὸν καὶ πένητα», τί ἆραγε πρέπει νὰ λέμε ἐμεῖς, ποὺ εἴμαστε πράγματι ἐλεεινοὶ καὶ ταλαίπωροι καὶ πάμπτωχοι;
Ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιμανδρίτης π. Εὐσέβιος Ματθόπουλος στὸ πνευματικώτατο βιβλίο του « ὁ Προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου» γράφει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ὅλος ἔνδεια καὶ ὅλος ἀδυναμία» (§147). Φτώχεια καὶ ἀδυναμία μᾶς χαρακτηρίζουν.
Ἀπό τὴν ὥρα ποὺ γεννιόμαστε κι ἀντικρὺζουμε μὲ κλάματα τὸν κόσμο, ἕως τὴν στιγμὴ ποὺ ἀποχαιρετοῦμε τὴν πρόσκαιρη ζωὴ μέσα στὰ δάκρυα τῶν προσφιλῶν μας, τὰ πιὸ πολλὰ χρόνια μας κυλοῦν μέσα στὴν πνευματικὴ φτώχεια καὶ ἀδυναμία.
Ὑπάρχουν βέβαια ὡρισμένοι, ποὺ ἔχουν τὴν ἰδέα ὅτι εἶναι πλούσιοι καὶ ἐνάρετοι. Νομίζουν ὅτι εἶναι δυνατοὶ καὶ δὲν ἔχουν ἀνάγκη κανενός. Αὐτοὶ ὅμως ἔχουν ἄγνοια τοῦ ἐαυτοῦ τους καὶ τρέφουν αὐταπάτες. Βρίσκει τέλεια ἐφαρμογὴ στὴν περίπτωσί τους ὁ φοβερὸς ἐκεῖνος λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ γραμμένος στὴν Ἀποκάλυψι: «Λέγεις ὅτι πλούσιος εἰμι καὶ πεπλούτηκα καὶ οὐδενός χρείαν ἔχω, καὶ οὐκ οἶδας (= δὲν ξέρεις) ὅτι σὺ εἶ ὁ ταλαίπωρος καὶ ὁ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός» (γ’ 17). (Ἀπό Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τόμος 1985, σ. 395)