Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010
ΚΕΙΜΕΝO
«Μὴ ἀπορρίψῃς με εἰς καιρὸν γήρως, ἐν τῷ ἐκλείπειν τὴν ἰσχύν μου μὴ ἐγκαταλίπῃς με»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ὅπως δέ καθ’ ὅλον μου τόν βίον, ἀφ’ ὅτου συνελήφθην ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς μητρός μου, ὑπῆρξες προστάτης μου, οὕτω καί κατά τόν καιρόν τοῦ γήρατός μου μή μέ ἀπορρίψῃς· ὅταν θά ὀλιγοστεύσουν καί θά ἐκλείπουν αἱ σωματικαί μου δυνάμεις, μή με ἐγκαταλίπῃς» (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")
ΣΧΟΛΙΟ (α)
"Γεμᾶτος λυρισμὸ καὶ συναίσθημα εἶναι ὁ ἑβδομηκοστὸς Ψαλμός. Γράφηκε ἀπὸ τὸν Δαβὶδ στὴ γεροντική του πιθανὸν ἡλικία καὶ ἀναπολεῖ σ’ αὐτὸν ὁ Ψαλμωδὸς τὶς ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ στὴν πολυκύμαντη ζωή του. Θυμᾶται τὶς περιπέτειες καὶ τὶς δοκιμασίες του. Θυμᾶται τὸ πόσο τὸν βοήθησε ὁ Κύριος, στὸν Ὁποῖο στηρίχθηκε καὶ ἐμπιστεύθηκε «ἐκ νεότητός» του.
Καί βλέποντας νὰ τὸν ἐγκαταλείπουν οἱ σωματικές του δυνάμεις καταφεύγει καὶ πάλι σ’ Ἐκεῖνον καὶ ἀναφωνεῖ: «Μὴ ἀπορρίψῃς με εἰς καιρὸν γήρως, ἐν τῷ ἐκλείπειν τὴν ἰσχύν μου μὴ ἐγκαταλίπης με» (Ψαλμ. ο’ 9). Ὅπως μὲ κράτησες καὶ μὲ στήριξες, Κύριε, σ’ ὅλα τὰ χρόνια της ζωῆς μου, ἔτσι φρόντισε μὲ καὶ στὰ γηρατειά μου. Μὴ μὲ ἐγκαταλείψης κι ἐσὺ μαζὶ μὲ τὶς δυνάμεις μου. Μεῖνε κοντά μου, στήριγμά μου καὶ προστάτης μου.
«Ὅταν ὀλιγοστεύση καί χαθηῆ ἡ δύναμις τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς μου, τότε μὴ με ἐγκαταλίπης ἀβοήθητον. Κύριε, ἐπειδὴ καὶ τότε ἔχω χρείαν περισσοτέραν τῆς βοηθείας σου» (Ἅγιος Νικόδημος).
Πιὸ κάτω μάλιστα ἐπαναλαμβάνει μὲ θέρμη τὸ ἴδιο αἴτημα προσθέτοντας: «καὶ ἕως γήρως καὶ πρεσβείου, ὁ Θεός μου, μὴ ἐγκαταλίπῃς με, ἕως ἂν ἀπαγγελῶ τὸν βραχίονά σου τῇ γενεᾷ πάσῃ τῇ ἐπερχόμένῃ» (στίχ. 18). Κράτησέ με κοντά σου, Κύριε, καὶ στὰ βαθειὰ γεράματά μου κι ὄταν ἀσπρίσουν τὰ μαλλιά μου, ἀξίωσέ με νὰ ἐξαγγείλω τὰ μεγαλεῖα σου καὶ τὰ θαυμάσια ἔργα τῆς παντοδυνάμου δεξιᾶς σου σ’ ὅλη τὴν γενεά, ποὺ θὰ μὲ διαδεχθῆ.
Πόσο λογικό, ἀλλά καὶ πόσο συγκινητικὸ τὸ αἴτημα αὐτὸ τοῦ Ψαλμωδοῦ! Ποιὸς ἄλλος ἀλήθεια θὰ μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήση οὐσιαστικὰ στὰ γηρατειά του; Ποιὸς ἄλλος θὰ τὸν προστάτευε ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν του, παρὰ Ἐκεῖνος ποὺ ἦταν «σκεπαστής» καὶ προστάτης του «ἐκ κοιλίας μητρός του»;
Κι ἂν τότε ποὺ ἔνοιωθε μέσα του δυνάμεις πολλές, καταλάβαινε πὼς δὲν μποροῦσε νὰ σταθῆ μόνος του· ἂν τότε ποὺ ριχνόταν ἀτρόμητος ἐναντίον θηρίων καὶ ἀνθρώπων, διεπίστωνε ὅτι χωρὶς τὴν κραταιὰ βοήθεια τοῦ Κυρίου δὲν θὰ κατώρθωνε τίποτε, πολὺ περισσότερο τώρα.
Γιατί τώρα αἰσθανόταν ἀδύναμος καὶ ἀνήμπορος. Δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ τρέξη ὅπως ἄλλοτε. Εἶχε χάσει τὴν εὐλυγισία καὶ τὴν εὐκαμψία του. Τὰ πόδια του ἦταν πλέον βαρειά. Τὰ χέρια του κουράζονταν εὔκολα. Τὰ μάτια του δὲν εἶχαν τὴν πρώτη τους λάμψι. Οἱ μυικὲς του δυνάμεις εἶχαν πιὰ πολὺ χαλαρωθῆ.
Αὐτὰ εἶναι τὰ γηρατειά, ἀδελφέ μου. Καὶ «τὸ γῆρας οὐκ ἔρχεται μόνον». Φέρνει μαζί του καὶ πολλὰ ἄλλα. Φέρνει καὶ ἀρρώστιες καὶ κόπους καὶ βάσανα. Νόμος τῆς φθορᾶς ἀδυσώπητος κυριαρχεῖ στὸν κάθε ἄνθρωπο. Ἀκμὴ καὶ παρακμή. Ζενὶθ καὶ ναδίρ. Ἀνύψωσις καὶ κατάπτωσις τῶν σωματικῶν δυνάμεων.
Καὶ ἔχουν ἀνάγκη τὰ γηρατειὰ ἀπὸ στήριγμα καὶ βοήθεια. Γιατί ὁ μισάνθρωπος Διάβολος δὲν παύει ἀπό του νὰ πολεμῆ τὸν ἄνθρωπο καὶ στὰ γεράματά του. Ἐκμεταλλεύεται μάλιστα καὶ τὴν ἐξασθένησι τῶν δυνάμεων, ὥστε νὰ ἐπιτυχῆ στὸ ἀνθρωποκτόνο ἔργο του." (Ἀπό Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τόμος 1985, σ. 411)