Ψαλμ. ογ΄17

Τρίτη 14  Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝO

«Σὺ ἐποίησας πάντα τὰ ὡραῖα τῆς γῆς· θέρος καὶ ἔαρ, σὺ ἔπλασας αὐτά»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

 «Σύ ἐποίησας ὅλα τά ὡραῖα πού ὑπάρχουν ἐπί τῆς γῆς. Τό θέρος καί τό ἔαρ, τάς ὡραίας αὐτάς ἐποχάς τοῦ ἔτους, σύ τάς ἐδημιούργησας» (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ (β)

    «Ἄς μὴ ἐπιμείνουμε ὅμως περισσότερο σ’ αὐτή τὴν πλευρὰ τοῦ θέματος κι ἄς τὸ δοῦμε ἀπό μιὰ ἄλλη ἄποψι. Ἀπό τὸ ὅτι «τὰ ὡραῖα τῆς γῆς» εἶναι ἕνας καθρέπτης, στὸν ὁποῖο μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ βλέπουμε τὸν Κύριο τοῦ σύμπαντος. Εἶναι παράθυρα στὸν οὐρανό, ποὺ ἐπιτρέπουν νὰ δοῦμε κάτι ἀπό τὶς ὡραιότητες του πνευματικοῦ κόσμου.
    Ἡ ὀρθὴ τοποθέτησι καὶ στάσι ἐμπρὸς στὶς ὡραιότητες τῆς Φύσεως δὲν εἶναι νὰ μένουμε μὲ ἀνοιχτό, θὰ λέγαμε, τὸ στόμα μπροστὰ σ’ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε καὶ τίποτε περισσότερο.
    Γιατί τότε θὰ εἴμαστε κατὰ κάποιο τρόπο φυσιολάτραι, εἰδωλολάτραι, κτισματολάτραι. Ὅμως «οὐκ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει οἱ θεόφρονες, παρὰ τὸν κτίσαντα», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας.
    Τὸ φυσικὸ καὶ σωστὸ γιὰ τὸν λογικὸ ἄνθρωπο, ἀλλά καὶ τὸ θεάρεστο εἶναι νὰ περνοῦμε ἀπό τὰ κτίσματα στὸν Κτίστη. Ἀπό τὴν Δημιουργία στὸν Δημιουργό. Ἀπό τὰ πλάσματα στὸν Πλάστη. « Ἐκ γὰρ μεγέθους καλλονῆς κτισμάτων ἀναλόγως ὁ γενεσιουργὸς αὐτῶν θεωρεῖται», ἔλεγε ὁ σοφός της Παλαιᾶς Διαθήκης (Σόφ. Σολομ. ιγ’ 5).
     Καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀπό τὸ μυρίπνοο περιβόλι τῆς Παναγίας, τὸ ὡραιό¬τατο καὶ ἀπό φυσικὴ ἄποψι Ἅγιον Ὄρος, ἔγραφε: «Ἄν, Θεέ μου, τὰ κτίσματά σου εἶναι τόσον ὡραῖα, τόσον χαροποιά, τόσον ἀρεστά, πόσον ἆραγε ὡραῖος, πόσον χαροποιὸς καὶ γλυκύτατος εἶσαι σὺ ὁ Κτίστης τούτων ἁπάντων;» (Ἀόρατος πόλεμος, κέφ. κα’).
     Καὶ μὴ ξεχνοῦμε, ἀδελφέ μου, ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ ὀμορφιὲς καὶ ὡραιότητες τῆς γῆς εἶναι φθαρτές, πρόσκαιρες καὶ παροδικές. Θὰ ἀντικατασταθοῦν κάποτε ἀπό τὴν «καινὴν γῆν» καὶ τοὺς «καινοὺς οὐρανούς», ποὺ περιμένουμε μετὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία (Β’ Πέτρ. γ’ 13).
     Θὰ δώσουν τὴν θέσι τους στὴ νέα Δη¬μιουργία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τὰ δὲ ἀγαθὰ αὐτῆς τῆς Βασιλείας εἶναι τόσον ὡραῖα καὶ τόσον θαυμαστά, ποὺ σὰν αὐτὰ δὲν εἶδε καὶ δὲν ἄκουσε καὶ οὔτε πόθησε ποτὲ κανεὶς ἄνθρωπος στὴ γῆ μας. Εὐτυχισμένοι στ’ ἀλήθεια ὅσοι ἀξιωθοῦν νὰ τὰ ἀπολαμβάνουν αἰώνια!» (Ἀπό Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τόμος 1985, σ. 438)