Ψαλμ. οη΄17

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝO

«Εἰσελθέτω ἐνώπιόν σου ὁ στεναγμὸς τῶν πεπεδημένων, κατὰ τὴν μεγαλωσύνην τοῦ βραχίονός σου περιποίησαι τοὺς υἱοὺς τῶν τεθανατωμένων»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

 «Ἄς εἰσχωρήσῃ καί ἄς φθάσῃ μέχρι σοῦ ὁ στεναγμός τῶν ἁλυσοδεμένων αἰχμαλώτων μας, σύμφωνα δέ μέ τήν μεγάλην καί ἀκατανίκητον δύναμιν τοῦ βραχίονός σου λάβε ὑπό τήν κτῆσιν καί προστασίαν σου τούς υἱούς ἐκείνων οἱ ὀποῖοι ἔχουν θανατωθῆ» (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ (α)

    «Ὁ ἑβδομηκοστὸς ὄγδοος Ψαλμὸς ἔχει χαρακτηρισθῆ ὡς «πατριώτου θρηνωδία» καὶ «πατριωτικὸν ἐλεγεῖον ἐπὶ τῇ καταστροφῇ τῆς Ἱερουσαλήμ» (Κων. Καλλίνικος).
     Εἶναι ἕνα πένθιμο ἆσμα γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς ἁγίας πόλεως, ποὺ συνέβη πιθανῶς κατὰ τὴν πολιορκία της ἀπό τους Χαλδαίους καὶ Βαβυλώνιους.
    Μὲ τὸ θρηνητικὸ αὐτὸ ποίημά του ὁ θεόπνευστος Ψαλμωδὸς παρουσιάζει τὴν τραγικότητα τῆς καταστάσεως τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ Ἔθνους καὶ παρακαλεῖ τὸν Κύριο νὰ τούς λυπηθῆ καὶ νὰ τοὺς σώση.
    Καὶ μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα αἰτήματα τῆς προσευχῆς του παρακαλεῖ τὸν Κύριο νὰ ἀκούση καὶ νὰ προσέξη καὶ τὸν στεναγμὸ τῶν αἰχμαλώτων τους, ὥστε βλέποντας τὴν ταλαιπωρία τους νὰ σπεύση πρὸς βοήθειάν των. «Εἰσελθέτω ἐνώπιόν σου ὁ στεναγμὸς τῶν πεπεδημένων», ψάλλει μὲ πόνο ψυχῆς (Ψαλμ. οη’ 11). Ἄς φθάση στὸν θρόνο Σου, Κύριε, ὁ στεναγμὸς τῶν ἁλυσοδεμένων αἰχμαλώτων μας. Ρῖξε τὸ βλέμμα Σου καὶ πρόσεξε τὴν ταλαιπωρία, τὶς κακουχίες καὶ τὴν θλῖψι τους καὶ βοήθησέ μας.
    Πόσον πόνο καὶ σπαραγμὸ καρδιᾶς, ἀλήθεια, κρύβουν αὐτὲς οἱ λέξεις! Τί κλάμα καὶ τί δάκρυ περικλείουν!
    Γιατί ἡ ζωὴ τῶν αἰχμαλώτων ἦταν πραγματικὰ ἀβίωτη. Ζωὴ μέσα σὲ πικρὰ βάσανα. Ζωὴ συντροφευμένη καθημερινὰ μὲ τὸν θάνατο. Ζωὴ κόπου καὶ μόχθου σὲ καταναγκαστικὰ ἔργα χωρὶς ἀνάπαυλα καὶ ἀνακούφισι. Ζωὴ μακριὰ ἀπό τὴν Πατρίδα. Ἀνάμεσα σὲ ἐχθροὺς σκληρούς. Χωρὶς ἕνα λόγο παρηγοριᾶς καὶ ἀγάπης. Χωρὶς συμπόνια καὶ συμπαράστασι. Χωρὶς κανένα δικαίωμα.
    Αὐτὴ ἦταν ἡ ζωὴ τῶν αἰχμαλώτων. Καὶ κάθε Ἰσραηλίτης, ποὺ ἀγαποῦσε ἀληθινὰ τὴν Πατρίδα του, δὲν ἔμενε ποτὲ ἀπαθὴς ἐμπρὸς στὸ δρᾶμα τῶν αἰχμαλώτων του Ἔθνους του.  Ὅταν ἔχαναν ἀνθρώπους δικούς τους σὲ κάποια μάχη καὶ τοὺς ἔβλεπαν νὰ σύρωνται ἁλυσοδεμένοι σὲ ξένη γῆ, πονοῦσαν καὶ ὑπέφεραν μαζί τους. Καὶ ἔκαμναν ὅ,τι μποροῦσαν, γιὰ νὰ τοὺς λυτρώσουν. Ἔδιναν μὲ θυσία σὰν λύτρα μεγάλα χρηματικὰ ποσά, γιὰ νὰ τοὺς ἐλευθερώσουν. Ἔκαμναν μάλιστα ἀκόμη καὶ πόλεμο γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό. Συγχρόνως ὅμως παρακαλοῦσαν καὶ ἱκέτευαν καὶ τὸν παντοδύναμο Προστάτη τοῦ Ἔθνους των, τὸν Κύριο καὶ Θεό τους, νὰ λυπηθῆ τοὺς αἰχμαλώτους καὶ νὰ τοὺς ἀπαλλάξη Ἐκεῖνος ἀπό τὴν συμφορὰ τῆς σκλαβιᾶς καὶ αἰχμαλωσίας.» (Ἀπό Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τόμος 1985, σ. 556)