Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010
ΚΕΙΜΕΝO
«Ἐγὼ εἶπα· θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἐγώ, ὅταν σᾶς ἐγκαθίστων εἰς τό ἀξίωμα, εἶπον· Ὡς ἀντιπρόσωποί μου καί ὡς διαχειριζόμενοι τήν ἐξουσίαν μου εἶσθε θεοί καί ὅλοι εἶσθε υἱοί ἐμοῦ τοῦ Ὑψίστου» (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")
ΣΧΟΛΙΟ (α)
"Ἕνας καὶ μοναδικὸς ἦταν ὁ τόπος τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν Ἰουδαισμό. Ὁ Ναὸς τοῦ Σολομῶντος, ποὺ ἦταν κτισμένος μὲ κάθε μεγαλοπρέπεια καὶ κατελάμβανε ὅλον σχεδὸν τὸν λόφο Μορία τῆς Ἱερουσαλήμ.
Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ προσφέρουν θυσίες οἱ Ἑβραῖοι. Μόνο στὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἔπρεπε νὰ ἀνεβοῦν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου στὸν Ναὸ τῆς Σιών, γιὰ νὰ προσφέρουν τὶς θυσίες τους στὸν Κύριο.
Ὅσοι ἦσαν ἀναγκασμένοι γιὰ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο λόγο νὰ ζοῦν μακρυὰ ἀπό τὴν Ἱερουσαλήμ, καλοτύχιζαν τοὺς κατοίκους της, ποὺ εἶχαν δίπλα τους τὸν Ναὸ καὶ ἠμποροῦσαν νὰ λατρεύουν ὁποτεδήποτε τὸν Κύριο.
Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀλήθεια τονίζει μὲ ξεχωριστὸ λυρισμὸ ὁ ὀγδοηκοστός τρίτος Ψαλμός. Ἐκφράζει μ’ αὐτὸν ὁ μακάριος Ψαλμωδὸς τὸν πόθο καὶ τὴν λαχτάρα τῆς καρδιᾶς του νἄρθη καὶ πάλι στὴν Σιών, γιὰ νὰ λατρεύση τὸν Θεό του. «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου. Κύριε τῶν δυνάμεων, ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου», φωνάζει μὲ συγκίνησι (Ψαλμ. πγ’ 23). Πόσο πολὺ ἀγαπητός μοῦ εἶναι ὁ Ναός Σου, Κύριε τῶν ἀγγελικῶν Δυνάμεων. Γοργοχτυπάει γι’ αὐτὸν ἡ καρδιά μου. Λειώνει ἡ ψυχή μου, σβήνω καὶ χάνομαι ἀπό τὸν πόθο περιμένοντας τὴν ὥρα ποὺ θάρθω στίς αὐλές Σου, γιὰ νὰ Σὲ λατρεύσω.
Γεμᾶτος ἀγάπη καὶ θεῖο ἔρωτα παρουσιάζεται ἐδῶ ὁ Ψαλμωδός. «Ὑπό τὴν φλόγα τῆς ἱερᾶς ἀγάπης τήκεται ἡ ψυχή του» (Καλλίνικος). Καὶ ἀφήνοντας τὴν καρδιά του νὰ ξεχυθῆ σὲ ἐκφράσεις λατρείας πρὸς τὸν Κύριο καὶ τὸν τόπο τῆς κατοικίας Του καταλήγει: Προτιμῶ νὰ εἶμαι παραπεταμένος σὲ μία ἄκρη τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ, παρὰ νὰ κατοικῶ σὲ καλλιμάρμαρα μέγαρα ἁμαρτωλῶν. «Ἔκρινε προτιμότερον… τὸ νὰ παραρρίπτεται ὡς ἔτυχε μέσα εἰς αὐτόν… διὰ τὸν ἐκεῖθεν διδόμενον ἁγιασμόν, παρὰ τὸ νὰ κατοικῆ καὶ νὰ προκαθέζεται λαμπρῶς καὶ ἐντίμως μέσα εἰς τοὺς οἴκους τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ πονηρῶν ἀνθρώπων» (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης).
Μένουμε ἀσφαλῶς ἐκστατικοὶ ἐμπρὸς στίς ἐκπληκτικὲς διαστάσεις τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου πρὸς τὸν τόπο τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ του.
Καὶ μεγαλώνει μάλιστα ἀκόμη πιὸ πολὺ ὁ θαυμασμός μας, ἂν σκεφθοῦμε ὅτι δὲν εἶχε δοθῆ ἀκόμη στοὺς ἀνθρώπους ὁ τέλειος Νόμος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν τελεία λατρεία Του.
Ἡ λατρεία τῆς ἐποχῆς ποὺ ζοῦσε ὁ Ψαλμωδός, ἦταν ἀτελής. Ἀπετελεῖτο ὡς ἐπί τὸ πλεῖστον ἀπό θυσίες ζώων, ποὺ καίγονταν στὸ Θυσιαστήριο γεμίζοντας τὴν ἀτμόσφαιρα μὲ κνίσες.» (Ἀπό Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τόμος 1985, σ. 650)