Ψαλμ. πα΄6 (29.9.2010)

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝO

«Ἐγὼ εἶπα· θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ  Ὑψίστου πάντες»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

 «Ἐγώ, ὅταν σᾶς ἐγκαθίστων εἰς τό ἀξίωμα, εἶπον· Ὡς ἀντιπρόσωποί μου καί ὡς διαχειριζόμενοι τήν ἐξουσίαν μου εἶσθε θεοί καί ὅλοι εἶσθε υἱοί ἐμοῦ τοῦ Ὑψίστου» (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ (α)

     Ὁ ὀγδοηκοστός πρῶτος Ψαλμὸς γράφηκε πιθανὸν στὰ χρόνια ποὺ βασίλευε στὸν Ἰσραὴλ ὁ Ἰωσαφάτ (873-849 π.Χ.). Κύριο θέμα του ἔχει τὴν συμπεριφορὰ τῶν Κριτῶν, δηλαδὴ τῶν δικαστῶν. Οἱ Κριταὶ διεχειρίζοντο θεία ἐξουσία, τὴν ἀπονομὴ τοῦ δικαίου στοὺς ἀνθρώπους καί γι’ αὐτὸ τοὺς ὀνομάζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ θεούς.
   Τοὺς ὑπενθυμίζει δὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὴν μεγάλη τιμὴ ποὺ τοὺς ἔγινε, μὲ τὸ νὰ ὑψωθοῦν σὲ τέτοια θέσι, καὶ τονίζει μὲ σοβαρότητα: «Ἐγώ εἶπα θεοὶ ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες» (Ψαλμ. πα’ 6). Εἶσθε ἀντιπρόσωποί μου. Εἶσθε θεοὶ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων. Εἶσθε ὅλοι σας παιδιὰ τοῦ Ὑψίστου Κυρίου.
    Ὅπως παρατηροῦν ὅλοι οἱ Ἑρμηνευταί τοῦ Ψαλμοῦ, τὰ λόγια αὐτὰ ἔχουν πολὺ βάθος καὶ πλάτος. Δὲν περιορίζονται μόνο στοὺς δικαστάς. Σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἄλλως τε ὀνομάζονται υἱοὶ τοῦ Θεοῦ καὶ μάλιστα «πρωτότοκοι» ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται (Ἐξοδ. δ’ 22).
    Ὁ δὲ Κύριος καὶ Θεός μας, ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἔζησε ἀνάμεσά μας, μᾶς ἀπεκάλυψε τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι «ὁ Πατὴρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος» (Ματθ. στ’ 32) καὶ προσέφερε τὸν Ἑαυτὸ Του θυσία γιὰ νὰ γίνουμε καὶ πάλι «οἰκεῖοι» καὶ παιδιὰ τοῦ Ὑψίστου (Ἐφεσ. β’ 12-19).
    Δὲν ντρεπόταν δὲ ὁ Ἴδιος νά μᾶς θεωρῆ καὶ νὰ μᾶς ὀνομάζη «ἀδελφούς» Του (Ἑβρ. β’ 11-12). Ἐκεῖνος βέβαια εἶχε τὸν Θεὸ πατέρα Του κατὰ φύσιν. Ἐμεῖς Τὸν ἔχουμε κατὰ χάριν. Εἴμαστε υἱοθετημένα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ τὸ ἀξίζουμε. Ἡ υἱοθεσία μας αὐτὴ ἔγινε κατὰ τὴν ὥρα τῆς Βαπτίσεώς μας στὸ Ὄνομά Του.
Ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος μάλιστα στὸν λόγο του στὴν Πνύκα, κάτω ἀπό τὴν Ἀκρόπολι τῶν Ἀθηνῶν, πρὸς τοὺς σοφοὺς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶπε ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε «γένος» τοῦ Θεοῦ (Πράξ. ιζ’ 28). Καταγόμαστε ἀπό Ἐκεῖνον. Εἴμαστε ὅλοι μας ἑνὸς Πατέρα παιδιά.
    Ἀπό τὴν ἀρχὴ δὲ τῆς δημιουργίας ἔχουμε πλασθῆ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» (Γενέσ. α’ 27). Εἴμαστε δηλαδὴ εἰκόνες καὶ ἀντίγραφα τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε κληρονομήσει τὸ θεϊκὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν ἀρχοντιὰ τοῦ Πατέρα μας. Εἴμαστε, καθὼς γράφει καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «θεοὶ κατὰ θέσιν… ὡς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ γεγονότες» (Ἑρμ. εἰς πα’ Ψαλμ.).
    Πόσο μεγάλη πράγματι ἡ τιμή, ποὺ ἔκανε σὲ μᾶς τοὺς τιποτένιους ὁ Κύριος τῶν ὅλων! Καί πόσο ἀδικοῦν, ὑποτιμοῦν καὶ ἐξευτελίζουν τὸν ἑαυτὸ τους ἐκεῖνοι οἱ ἀξιολύπητοι, ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι ἔχουν πρόγονὸ τους τὸν πίθηκο!
    Ἀλλά καὶ πόση ἡ εὐθύνη καὶ ὑποχρέωσί μας ἐμπρὸς στὴν τόση τιμή! Πρέπει δηλαδὴ νὰ τιμήσουμε τὴν καταγωγή μας. Νὰ ζήσουμε ὅπως ἁρμόζει σὲ παιδιὰ ἑνὸς τέτοιου Πατέρα. Νὰ μοιάζουμε μὲ τὸν Πατέρα μας σὲ ὅλα.» (Ἀπό Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τόμος 1985, σ. 620)