Ψαλμ. πγ’ 23

Παρασκευή 1 Ὀκτωβρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝO

«Ἐγὼ εἶπα· θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ  Ὑψίστου πάντες»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ
 «Ἐγώ, ὅταν σᾶς ἐγκαθίστων εἰς τό ἀξίωμα, εἶπον· Ὡς ἀντιπρόσωποί μου καί ὡς διαχειριζόμενοι τήν ἐξουσίαν μου εἶσθε θεοί καί ὅλοι εἶσθε υἱοί ἐμοῦ τοῦ Ὑψίστου» (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ (Β)

«Καὶ ὅμως! Γι’ αὐτὴ τὴν λατρεία, γι’ αὐτόν τὸν Ναό, στὸν ὁποῖο μάλιστα δὲν εἶχε δικαίωμα νὰ εἰσέλθη ὁ λαός, ἀλλ’ ἔστεκε ἔξω στὴν αὐλή, μιλοῦσε μὲ τέτοια λόγια ὁ Ψαλμωδός. Εἶναι ἑπομένως δυνατὸν νὰ μὴ τὸν θαυμάζης καὶ νὰ μὴ διερωτᾶσαι γιὰ τὸ ποὺ εὕρισκε αὐτὸν τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὴν φλόγα τῆς καρδιᾶς;Ἄς ἀφήσουμε ὅμως, ἀδελφέ μου, τὰ προχριστιανικὰ χρόνια κι ἄς ἔλθουμε στὰ δικά μας. Στὴν ἐποχή μας ποὺ ὅλα ἔγιναν καινούργια μὲ τὴν Χάρι τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ μᾶς παραδόθηκε ἀπό Ἐκεῖνον ἡ τελεία, ἡ ἀληθινή, ἡ λογικὴ καὶ πνευματικὴ λατρεία.Πόσοι ἀλήθεια ἀπό μᾶς τοὺς Χριστιανοὺς λαχταροῦν νὰ ἐκκλησιασθοῦν καὶ περιμένουν τὴν ὥρα πού θὰ χτυπήση ἡ καμπάνα, γιὰ νὰ τοὺς καλέση στὸν Ναό; Πόσοι ποθοῦν νὰ βρεθοῦν στὴν «πανηγύρι τῶν ἀγγέλων», ὅπως ὀνομάζει τὴν Ἐκκλησία ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος; (Ρ.G. 58, 508).Τώρα μάλιστα δὲν ὑπάρχει ἕνας μόνον Ναὸς τοῦ Θεοῦ. Τώρα κάθε γειτονιὰ σχεδὸν ἔχει τὴν ἐκκλησία της καὶ δὲν χρειάζεται κοπιαστικὸ ταξίδι, γιὰ νὰ φθάση κανεὶς στὸν τόπο τῆς λατρείας. Τώρα ἐπίσης εἶναι ἀνοικτὸς γιὰ ὅλους μας ὁ Ναός. Δὲν εἴμαστε πιὰ ὑποχρεωμένοι νὰ στεκώμαστε μακρυὰ ἀπό τὸ Θυσιαστήριο. Καλεῖται μάλιστα ὁ καθένας μας νὰ πλησίαση, κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται Θεία Λειτουργία, γιὰ νὰ γίνη μέτοχος τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν τῆς μεγάλης θυσίας τῆς Θείας Εὐχαριστίας.Πόσο πιὸ εὔκολα καί πιὸ εὐνοικὰ εἶναι τὰ πράγματα γιὰ μᾶς! Καὶ πόσο πιὸ προσιτὸς παρουσιάζεται σὲ μᾶς ὁ «ἀπρόσιτος Θεός», ἐμπρὸς στὸν Ὁποῖο ἔτρεμαν οἱ Ἰουδαῖοι!Ὑπάρχουν βέβαια καὶ στὶς ἡμέρες μας ἀρκετοί, ποὺ ἐκκλησιάζονται μὲ τὸν ἴδιο πόθο ποὺ εἶχε ὁ Ψαλμωδός. Στὸ ἐξωτερικὸ μάλιστα, ὅπου εἶναι ἀραιὲς οἱ Ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, μερικοὶ κάνουν καί ταξίδι ὁλόκληρο κάθε Κυριακὴ γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν. Πολλοὶ ὅμως εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ μένουν ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι. Γι’ αὐτὸ ἂς γίνη εὐχὴ τῆς καρδίας ὅλων ὅσοι ἐκκλησιαζόμαστε, νὰ μιλήσουν τὰ λόγια καί τὸ παράδειγμα τοῦ Ψαλμωδοῦ σ’ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσοτέρους ἀδελφούς μας.Νὰ συγκινηθοῦν καὶ νὰ τρέχουν κι αὐτοὶ κι ἐμεῖς στὸ κάλεσμα τῆς Ἐκκλησίας. Νὰ τρέχουμε μὲ περισσότερη προθυμία ἀπό ἐκείνη, μὲ τὴν ὁποία θὰ ἔτρεχαν ἄλλοι, ἂν τοὺς μοίραζαν κάπου δωρεὰν ἑκατομμύρια. Γιατί ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἕνωσι μαζί Του εἶναι θησαυρὸς ἀτίμητος. Εἶναι ὁ πλοῦτος, ἡ χαρὰ καὶ ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς μας.» (Ἀπό Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τόμος 1985, σ. 650)