Παρασκευή 8 Ὀκτωβρίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Λύτρωσιν ἀπέστειλε τῷ λαῷ αὐτοῦ, ἐνετείλατο εἰς τὸν αἰῶνα διαθήκην αὐτοῦ· ἅγιον καὶ φοβερὸν τὸ ὄνομα αὐτοῦ»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Λύτρωσιν καί ἀπελευθέρωσιν ἐκ τῆς σκληρᾶς δουλείας τῆς Αἰγύπτου ἀπέστειλεν εἰς τόν λαόν του ὁ Κύριος, ἡ ἰσχύς τῆς διαθήκης του ἐκτείνεται εἰς ὅλας τάς γενεάς καί εἶναι αἰώνιον τό κῦρος αὐτῆς· διά τῆς θαυμαστῆς δέ ταύτης λυτρώσεώς του καί τῶν καταπληκτικῶν ἔργων του κατέστησεν» (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")
ΣΧΟΛΙΟ (α)
"Μέσα στοὺς δώδεκα Ψαλμούς, ποὺ διαβάζονται στὴν Ἀκολουθία τῶν Μεγάλων Ὡρῶν τῶν Χριστουγέννων, περιλαμβάνεται καὶ ὁ ἑκατοστὸς δέκατος.
Ἕνας Ψαλμὸς γεμᾶτος δοξολογητικὸ περιεχόμενο γιὰ τὶς πολλὲς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν λαό Του.
Μιὰ φράσι του παραμερίζει κάπως τὴν αὐλαία τοῦ χρόνου καὶ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ διακρίνουμε καὶ τὸ κοσμοσωτήριο γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου.
Πρόκειται γιὰ τὴν φράσι τοῦ ἐνάτου στίχου: «λύτρωσιν ἀπέστειλε τῷ λαῷ αὐτοῦ». Ἔστειλε δηλαδὴ ὁ Κύριος στὸν λαὸ Του λύτρωσι καὶ ἀπελευθέρωσι ἀπό τὰ δεσμὰ τῆς σκλαβιᾶς.
Ἑρμηνεύοντας τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γράφει: «Κατὰ μὲν τὴν ἱστορίαν τήν τῶν Ἰουδαίων ἐλευθέριαν φησί, κατὰ δὲ τὴν ἀναγωγὴν τὴν τῆς οἰκουμένης» (ΕΠΕ 6, 416).
Ἂν δηλαδὴ δοῦμε τὶς λέξεις αὐτὲς μόνο ὅπως εἶναι στὴν συνάφειά τους, καταλαβαίνουμε ὅτι ἐδῶ ὁ Ψαλμωδὸς κάνει λόγο γιὰ τὴν ἐλευθερία τῶν Ἑβραίων ἀπό τὴν τυραννία τῶν Αἰγυπτίων. Ἄν ὅμως θελήσουμε νὰ σκεφθοῦμε καὶ κάτι περισσότερο μὲ ἀφορμὴ τὴν φράσι αὐτή, ἐννοοῦμε ὅτι μιλάει καὶ γιὰ τὴν σωτηρία καὶ ἐλευθερία ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀπό τὴν φρικτὴ τυραννία τῶν δαιμόνων.
Καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης βασισμένος στὶς γνῶμες τῶν ἱερῶν Πατέρων ἑρμηνεύει τὴν φράσι ὡς ἑξῆς: «ὁ Πατήρ, λέγει, ἀπέστειλε τὸν Υἱόν, ἤτοι τὸν Χριστόν, λύτρωσιν καὶ ἐλευθερίαν εἰς τὸν λαὸν του».
Ἔχουμε λοιπὸν ἐδῶ ἕνα προφητικὸ λόγο γιὰ τὴν λύτρωσι καὶ σωτηρία, πού μᾶς χάρισε ὁ Κύριος. Ἕνα ἱερὸ καὶ ἐλπιδοφόρο λόγο, ποὺ τὸν ξαναεῖπε καὶ ὁ πατέρας τοῦ Προδρόμου, ὁ εὐλογημένος ἱερεὺς Ζαχαρίας, στὶς παραμονὲς τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος δοξάζοντας καὶ εὐλογῶντας τὸν Κύριο (Λουκ. α’ 68).
Κι ἔμεινε μέσα στοὺς αἰῶνες ἀπό τότε ὁ Κύριος μὲ τὸ ὄνομα «ὁ Λυτρωτής». Ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ λυτρώνει, ποὺ χαρίζει τὴν ἐλευθερία καὶ ἀπαλλαγή ἀπό τὴν δουλεία καὶ τὴν αἰχμαλωσία.
Σὰν Λυτρωτὴ Τὸν περίμεναν οἱ πάντες. Καὶ μὲ τὸν ἐρχομό Του στὴ γῆ ἀπεδείχθη γιὰ ὅλυς μας, ὅπως ἔγραφε ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, «ἀπολύτρωσις» (Α’ Κορ. α’ 30).
Γιατί ὅλοι μας ἤμασταν αἰχμάλωτοι καὶ δοῦλοι. Αἰχμάλωτοι πολέμου. Τοῦ φοβεροῦ ἐκείνου πολέμου ποὺ διεξήχθη στὸν κῆπο τῆς Ἐδέμ, ὅταν ἐπετέθη ὕπουλα ἐναντίον τῶν ἀνυπόπτων ἀνθρώπων ὁ Σατανᾶς καὶ τοὺς νίκησε. Καὶ ἔσυρε τότε μαζί του αἰχμαλώτους ἐκείνους, ἀλλά κι ὅλους τοὺς ἀπογόνους τους, ποὺ ἀκολού¬θησαν κατόπιν τὸν δρόμο τῶν ἀρχαίων προγόνων τους.
Καί εἴχαμε πλέον ἀνάγκη Λυτρωτοῦ. Χρειαζόμασταν Ἐκεῖνον, ποὺ θὰ πρόσφερνε τὰ λύτρα γιὰ τὴν ἐλευθερία μας.
Ποιὸς ὅμως θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μᾶς λυτρώση, μιὰ καὶ ἤμασταν ὅλοι μας δοῦλοι ἐλεεινοί; Ποιὸς θὰ μᾶς χάριζε καὶ πάλι τὴν χαμένη ἐλευθερία μας, μὲ τὴν ὁποία μᾶς εἶχε προικίσει ὁ Δημιουργός;
Μόνοι μας ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατον νὰ λυτρωθοῦμε. Αὐτὸ τὸ καταλάβαιναν ἀκόμη καὶ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν πίστευαν στὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό, τὸν Ὁποῖον πίστευαν οἱ Ἑβραῖοι. Γι’ αὐτὸ καὶ μέσα στὰ ἔργα τῶν μεγάλων Ἑλλήνων ποιητῶν τῆς ἀρχαιότητος βλέπουμε νὰ γίνεται λόγος πρὸς τὸν δεσμώτη ἄνθρωπο νὰ μή προσδοκᾶ τὴν λύτρωσί του ἀπὸ τὴν γῆ, ἀλλὰ μόνον ἀπό κάποιον ποὺ θἄστελνε ὁ Θεὸς (Αἰσχύλου, Προμηθεύς)." (Ἀπό Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τόμος 1986, σ. 11)