Ψαλμ.ιβ΄4

Σάββατο 30 Ὀκτωβρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριε ὁ Θεός μου· φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Ρῖψε τό βλέμμα σου πατρικόν καί συμπαθές ἐπ’ ἐμέ, καί εἰσάκουσον τήν προσευχήν μου, Κύριε, πού εἶσαι ὀ μόνος θεός μου. Φώτισε τά μάτια μου τά βυθισμένα εἰς σκότος θλίψεων καί συμφορῶν, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου κινδυνεύω νά καταληφθῶ ἀπό τόν θανατηφόρον ὕπνον τῆς ἀπογνώσεως καί ἀμαρτίας» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας», τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ (α)

    "Μὲ πόνο ψυχῆς πολλὲς φορὲς ἀλλὰ καὶ μὲ θαυμαστή ἁπλότητα σὰν παιδὶ πρὸς πατέρα μιλοῦσε πρὸς τὸν Θεὸ ὁ Δαβίδ. Τοῦ ἔλεγε τὰ παράπονά του. Ὅτι τὸν ἐγκατέλειψε καὶ ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὴν κατάστασί του. Ὅτι ἔβλεπε τοὺς ἐχθρούς του νὰ θριαμβολογοῦν ἐναντίον του καὶ δὲν ἔκαμνε τίποτε γιὰ νὰ τὸν βοηθήση. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχε στηρίξει τὴν ζωὴ του στὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου, μαζὶ μὲ τὰ παράπονά του κατέθετε καὶ τὸ αἴτημά του. Παρακαλοῦσε δηλαδὴ συγχρόνως τὸν Κύριο νὰ φωτίση τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, ὥστε νὰ βλέπη καθαρὰ τὴν ἀλήθεια τὸν πραγμάτων καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μὴ κυριευθῆ ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπελπισίας. «Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου. Κύριε ὁ Θεός μου», ἔψαλλε. «Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (Ψαλμ. ιβ’ 4).
     Καταλάβαινε ὅτι ἂν τὸν κυρίευε ὁ ὕπνος αὐτός, ὄχι μόνο θὰ ἔχανε τὸ πᾶν ὁ ἴδιος, ἀλλά θὰ πανηγύριζαν καὶ οἱ ἐχθροί του. Θὰ ἔνοιωθαν ἀγαλλίασι γιὰ τὴν πτῶσι καὶ τὴν καταστροφή του, πρᾶγμα ποὺ τὸ θεωροῦσε ἀκόμη πιὸ μεγάλη συμφορά.
     Ὁ ὕπνος, γιὰ τὸν ὁποῖον μιλοῦσε ὁ θεόπνευστος ψαλμωδός, εἶναι ἡ ἀναισθησία, ποὺ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία. Φαίνεται γλυκὸς καὶ εὐχάριστος ὁ ὕπνος αὐτός. Εἶναι ὅμως θανατηφόρος. Μοιάζει μὲ τὴν νάρκωσι, ποὺ προκαλοῦν τὰ ναρκωτικά. Ὁ Διάβολος εἶναι ὁ μεγαλύτερος λαθρέμπορος ναρκωτικῶν. Μὲ τὰ διάφορα ἁμαρτήματα ναρκώνει τὴν θέλησι, σκοτίζει τὸν νοῦ καὶ σκληραίνει τὴν καρδιὰ καὶ κάμνει ἔτσι τὸν ἄνθρωπο ἀναίσθητο. Ἁμαρτάνει πλέον τὸ θῦμα τοῦ Πονηροῦ, χωρὶς νὰ αἰσθάνεται καμμιὰ τύψι.
     Δὲν ἔρχεται βέβαια ἀμέσως αὐτὸς ὁ ὕπνος. Δὲν φθάνει κανεὶς ἀπὸ τὴν μιὰ μέρα ὡς τὴν ἄλλη στὸ κατάντημα τῆς ἀναισθησίας καὶ πωρώσεως. Ἔρχεται σιγὰ – σιγά. Ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ραθυμία καὶ νωθρότητα γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θείου θελήματος καὶ προχωρεῖ ὅλο καὶ περισσότερο πρὸς τὴν ἀδιαφορία γιὰ κάθε τι τὸ θρησκευτικό, ὥσπου φθάνει πλέον ὁ ἄνθρωπος στὴν τελεία καταφρόνησι πρὸς τὰ λόγια του Θεοῦ. Γίνεται σὰν αὐτόν, ποὺ κοιμᾶται βαθειὰ καὶ δὲν παίρνει καμμιὰ εἴδησι γιὰ ὅσα συμβαίνουν γύρω του.
     Χρησιμοποιεῖ μάλιστα ὁ μισόκαλος ἐχθρός μας σὰν πρόσθετο δυνατὸ ναρκωτικὸ καὶ τὴν ἀπόγνωσι. Ὅταν ρίξη δηλαδὴ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία καὶ τὸν ἀπομακρύνη ἀπό τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του, βάζει μέσα στὴν ψυχή του καὶ σκέψεις ἀπελπισίας. «Δὲν διορθώνεσαι πλέον. Εἶναι πιὰ πολὺ ἀργά. Δὲν συγχωροῦνται αὐτὰ ποὺ ἔκανες. Ἔπεσες πολὺ χαμηλά». Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια ἀνα¬σκαλεύει μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἁμαρτωλοῦ διαρκῶς, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν κρατᾶ μακρυὰ ἀπό τὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν βυθίζη ὅλο καὶ πιὸ πολὺ στὴν ἁμαρτία. Στόχος του εἶναι νὰ κατορθώση, ὥστε νὰ εὕρη τὸν ἄνθρωπο ὁ θάνατος ἀμετανόητον, χωρὶς νὰ ἔχη προφθάσει νὰ ἐξομολογηθῆ." ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1983, σ. 395).