Κυριακή 31 Ὀκτωβρίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριε ὁ Θεός μου· φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ρῖψε τό βλέμμα σου πατρικόν καί συμπαθές ἐπ’ ἐμέ, καί εἰσάκουσον τήν προσευχήν μου, Κύριε, πού εἶσαι ὀ μόνος θεός μου. Φώτισε τά μάτια μου τά βυθισμένα εἰς σκότος θλίψεων καί συμφορῶν, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου κινδυνεύω νά καταληφθῶ ἀπό τόν θανατηφόρον ὕπνον τῆς ἀπογνώσεως καί ἀμαρτίας» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας», τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΣΧΟΛΙΟ (β)
"Δὲν ὑπάρχει δὲ πιὸ τραγικὴ συμφορὰ ἀπό τοῦ νὰ πεθάνης ἐνῶ θὰ κοιμᾶσαι. Ὄχι βέβαια ἐνῶ θὰ κοιμᾶσαι τὸν φυσιολογικὸ ὕπνο, ἀλλὰ τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ἐνῶ θὰ βρίσκεσαι δηλαδὴ χωρισμένος ἀπό τὸν Θεὸ καὶ θὰ ζῆς μέσα σὲ ἁμαρτίες. Ἐνῶ θὰ κινῆσαι μὲν καὶ θὰ τρέχης καὶ θὰ δουλεύης, θὰ μιλᾶς καὶ θὰ γελᾶς, ἀλλά θὰ εἶσαι κοιμισμένος ψυχικά. Τότε ὁ θάνατος ὁ σωματικὸς θὰ σὲ ὁδηγήση στὸν αἰώνιο χωρισμὸ ἀπό τὸν Θεό, στὴν συνεχῆ βασανιστικὴ κόλασι.
Ἀπ’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν θανατηφόρο ὕπνο θέλει νὰ γλυτώση ὁ ψαλμωδός, γί΄ αὐτὸ καὶ ἱκετεύει μὲ πόνο τὸν Θεό: Φώτισε τὰ μάτια μου, Τοῦ λέγει. Διῶξε τὸν βαθὺ ὕπνο, ποὺ προκαλοῦν οἱ ἁμαρτίες μου. Μὴ μ’ ἀφήνης ἕρμαιο στά χέρια του ἐχθροῦ.
Ἀπό τὸν ἴδιο φοβερὸ ὕπνο ποθεῖ νὰ μᾶς προφυλάξη καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, γι’ αὐτὸ καὶ παρακαλεῖ γιὰ ὅλούς μας στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες της δύο φορὲς κάθε μέρα: «Φώτισον τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν διανοιῶν ἡμῶν μὴ ποτε ὑπνώσωμεν ἐν ἁμαρτίαις εἰς θάνατον». Καὶ πάλιν: «Φώτισον ἡμῶν τοὺς τῆς διανοίας ὀφθαλμοὺς καὶ τὸν νοῦν ἡμῶν ἐκ τοῦ βαρέος ὕπνου τῆς ραθυμίας ἀνάστησον».
Μαζὶ ὅμως μὲ τὶς ὡραῖες Εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας μας χρειάζεται ἀπό μέρους μας καὶ ἀνάλογη προσοχή, ἂν θέλουμε νὰ γλυτώσουμε ἀπό τὸν ὕπνο αὐτό. Χρειάζεται ἄμεση ἀντίδραση, ὥστε νὰ μὴ προλάβη νὰ μᾶς ὑπνωτίση ὁ Πονηρός. «Ἥμαρτες;», ἐρωτᾶ τὸν καθένα μας ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. «Μὴ νυστάξης ἐπί τῇ ἁμαρτίᾳ». Μὴ ἀδιαφορήσης καὶ ραθυμήσης καὶ ἀφήσης νὰ χρονίση μέσα σου ἡ ἁμαρτία. «Διανάστηθι». Ξύπνα! Σήκω γρήγορα καὶ «ἀποπήδησον ἀπό τῶν ἐργαζομένων τὴν ἀνομίαν» (Ὁμ. εἰς ιβ Ψαλμ.). Τρέξε καὶ φύγε μακρυὰ ἀπό ὅσους ἔχουν ἔργο τους τὴν ἁμαρτία. Πήγαινε καὶ ἐξομολογήσου εἰλικρινὰ καὶ ζήτησε ταπεινὰ τὸ ἔλεος καὶ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ.
Ἂν γίνη αὐτό, ἀδελφέ μου, καὶ φροντίζουμε νὰ ἔχωμε πάντα ἀνοικτὰ καὶ ἄγρυπνα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας, δὲν θὰ ἐπιτρέψη ποτὲ ὁ Κύριος νὰ μᾶς κυρίευση ὁ θανατηφόρος ὕπνος τῆς ψυχῆς» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1983, σ. 395).