Σάββατο 16 Ὀκτωβρίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ἀγαθόν τὸ ἐξομολογεῖσθαι τῷ Κυρίῳ καὶ ψάλλειν τῷ ὀνόματί σου, Ὕψιστε, τοῦ ἀναγγέλλειν τῷ πρωΐ τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου κατὰ νύκτα»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἐπωφελές ἅμα καί γλυκύ, καλόν καί πρέπον εἶναι νά δοξολογῇ τις τόν Κύριον καί νά ψάλλῃ ὕμνον εἰς τιμήν τοῦ ὀνόματός σου, Ὕψιστε, διά νά διακηρύττῃ καί ἀναγγέλλῃ ἀνά τόν κόσμον καθ’ ἑκάστην πρωῒαν τό ἔλεος καί τήν εὐσπλαγχνίαν σου, καί κατά τήν νύκτα τήνἀξιοπιστίαν καί φιλαλήθειαν, τήν ὀποίαν δεικνύεις ἐν τῇ τηρήσει τῶν ὑποσχέσεών σου» (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")
ΣΧΟΛΙΟ (α)
"Κάθε Σάββατο πρωί, τὴν ὥρα ποὺ πρόσφεραν οἱ ἱερεῖς στὸν Ναὸ τοῦ Σολομῶντος εὐωδιαστό θυμίαμα στὸν Κύριο, ψαλλόταν ὁ ἐνενηκοστός πρῶτος Ψαλμός.
Πρόκειται γιὰ ἕνα Ψαλμὸ γεμᾶτον λυρισμὸ μὲ δοξολογητικὸ περιεχόμενο πρὸς τὸν Παντοκράτορα, ποὺ κυβερνᾶ ἀπὸ ψηλὰ τὴν ζωὴ καὶ ἱστορία ἀτόμων καὶ λαῶν.
Ὁ ἴδιος Ψαλμὸς ἀκούεται συχνὰ καὶ στὴν δική μας Λατρεία καὶ εἰδικώτερα οἱ στίχοι του δεύτερος, τρίτος καὶ δέκατος τρίτος.
Στὴ συνέχεια θὰ προσέξουμε περισσότερο τὶς πρῶτες φράσεις τῆς ὡραίας αὐτῆς ὠδῆς, ποὺ κάνουν λόγο γιὰ τὴν σπουδαιότητα τῆς δοξολογίας τοῦ παναγίου ὀνόματος τοῦ Κυρίου.
«Ἀγαθὸν τὸ ἐξομολογεῖσθαι τῷ Κυρίῳ καὶ ψάλλειν τῷ ὀνομάτί σου. Ὕψιστε, τοῦ ἀναγγέλλειν τὸ πρωῒ τὸ ἒλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου κατὰ νύκτα», ψάλλει μὲ ἱεροπρέπεια ὁ φωτισμένος Ψαλμωδὸς (Ψαλμ. 91 2-3). Εἶναι δηλαδὴ καλὸ καὶ ὠφέλιμο καὶ γλυκὸ πρᾶγμα τὸ νὰ δοξάζη κάποιος τὸ Ὄνομά Σου, Κύριε, καὶ νὰ διακηρύττη μέρα καὶ νύχτα τὴν εὐσπλαγχνία καὶ ἀξιοπιστία Σου.
Ἡ λέξις «ἐξομολογεῖσθαι» σημαίνει «νὰ δοξάζης και νὰ ὑμνολογῆς» τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου. Οἱ δὲ λέξεις «πρωί» καὶ «νύκτα» σημαίνουν «ἡμέραν καὶ νύκτα», δηλαδὴ πάντοτε.
Ἕνας ἅγιος της Ἐκκλησίας μας, ὁ ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἔγραψε ὅτι ἡ προσευχὴ σὰν ἄλλος καθρέπτης φανερώνει τὴν κατάστασι, στὴν ὁποία βρίσκεται ἡ ψυχή μας. «Τὴν σεαυτοῦ κατάστασιν ἡ σὴ προσευχὴ ἐμφανίσει σοι», τονίζει (Λόγ. κη’ 38).
Ἂν δηλαδὴ πλημμυρίζη ἡ καρδιά σου ἀπό αἰσθήματα ἀγάπης, λατρείας καὶ ἀφοσιώσεως πρὸς τὸν Κύριο ἂν νοιώθης ὅτι πλέεις μέσα στὸ πέλαγος τῶν εὐεργεσιῶν Του· ἂν καταλάβαινες ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ ζήσης χωρὶς τὴν παρουσία Του· ἄν συναισθάνεσαι τὴν πολλή Του ἀγαθότητα καὶ μακροθυμία καὶ εὐσπλαγχνία, θὰ ξεσπᾶς φυσικὰ καὶ ἀβίαστα κάθε φορὰ σὲ δοξολογητικὰ ἄσματα πρὸς τὸ μεγαλεῖο Ἐκείνου, ποὺ ἐθυσιάσθη πρὸς χάριν μας.
Ἔτσι προσεύχονταν ὅλοι οἱ ἅγιοι, ἡ καρδιὰ τῶν ὁποίων χτυποῦσε δυνατὰ γιὰ τὸν Κύριο. Νὰ θυμηθοῦμε γιὰ παράδειγμα τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους Παῦλο καὶ Σίλα. Ἐνῶ ἦσαν ταλαιπωρημένοι καὶ μαστιγωμένοι, ὑμνολογοῦσαν, ὅπως μᾶς λέει τὸ Βιβλίο τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων», τὰ μεσάνυχτα τὸν Κύριο καὶ μάλιστα μέσα στὴν πιὸ φρικτὴ φυλακὴ τῶν Φιλίππων (ιστ’ 23-25).
Ἔνοιωθαν ἐμπρὸς τους τὸν Κύριο νὰ φωτίζη καὶ νὰ θερμαίνη μὲ τὴν γλυκεία παρουσία Του τὶς καρδιὲς τους μέσα στὴν ὑγρὴ καὶ σκοτεινὴ φυλακὴ καὶ ξεχνῶντας τὴν κατάστασί τους δοξολογοῦσαν τὸ Ὄνομά Του. Ἀντί δὲ νὰ Τοῦ ζητήσουν νὰ τοὺς ἐλευθερώση, ἔψαλλαν ὕμνους στὸ μεγαλεῖο Του." (Ἀπό Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τόμος 1986, σ. 123)