Κυριακή 17 Ὀκτωβρίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ἀγαθόν τὸ ἐξομολογεῖσθαι τῷ Κυρίῳ καὶ ψάλλειν τῷ ὀνόματί σου, Ὕψιστε, τοῦ ἀναγγέλλειν τῷ πρωΐ τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου κατὰ νύκτα»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἐπωφελές ἅμα καί γλυκύ, καλόν καί πρέπον εἶναι νά δοξολογῇ τις τόν Κύριον καί νά ψάλλῃ ὕμνον εἰς τιμήν τοῦ ὀνόματός σου, Ὕψιστε, διά νά διακηρύττῃ καί ἀναγγέλλῃ ἀνά τόν κόσμον καθ’ ἑκάστην πρωῒαν τό ἔλεος καί τήν εὐσπλαγχνίαν σου, καί κατά τήν νύκτα τήνἀξιοπιστίαν καί φιλαλήθειαν, τήν ὀποίαν δεικνύεις ἐν τῇ τηρήσει τῶν ὑποσχέσεών σου» (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")
ΣΧΟΛΙΟ (β)
"Αὐτὸ σημαίνει δοξολογία, ἀδελφέ μου. Νὰ δίνης προτεραιότητα πάνω ἀπό κάθε τί στὸ νὰ ἀνυμνῆς τὸν Κύριο. Ἔτσι δὲ μόνο χαίρεσαι καὶ ἀπολαμβάνεις πραγματικὰ τὴν ὥρα τῆς τιμητικῆς συνομιλίας μὲ τὸν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ γίνεται ἡ προσευχή σου ἕνα μὲ τίς προσευχὲς τῶν ἁγίων ἀγγέλων, ποὺ δοξολογοῦν ἀκατάπαυστα τὸν Θεό.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος συμβουλεύει τὸν καθένα μας νὰ μὴ προχωροῦμε, ὅταν προσευχώμοστε, «εὐθέως ἐπί αἴτησιν». Νὰ μή ἀρχίζουμε δηλαδὴ τὴν προσευχή μας μὲ δεήσεις καὶ παρακλήσεις καὶ αἰτήματα. Γιατί ἔτσι θὰ δίνουμε τὴν ἐντύπωσι ὅτι δὲν προσευχόμαστε ἀπὸ ἀγάπη καὶ λατρεία πρὸς τὸν Κύριό μας, ἀλλ’ «ὑπό τῆς χρείας ἀναγκαζόμενοι». Προσευχόμαστε δηλαδή, ἐπειδή μᾶς ἀναγκάζουν οἱ περιστάσεις καὶ δυσκολίες τῆς ζωῆς (ΕΠΕ 9, 402).
Ἀσφαλῶς κανεὶς δὲν θέλει νὰ δημιουργῆται τέτοια ἐντύπωσι γιὰ τὴν προσευχή του, ποὺ θὰ τὸν κάνη νὰ μοιάζη σὰν ἐπαίτης καὶ ζητιᾶνος. Ὅλοι μας θέλουμε νὰ εἶναι ἡ προσευχή μας ἔκφρασι τῆς ἀγάπης καὶ λατρείας καὶ εὐγνωμοσύνης μας πρὸς Ἐκεῖνον, ποὺ σταυρώθηκε γιὰ τὴν λύτρωσι καὶ σωτηρία μας καὶ μᾶς ἄνοιξε τὸν δρόμο τοῦ Παραδείσου.
Ἄς μάθουμε λοιπὸν διδαγμένοι κι ἀπό τὴν πεῖρα καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ εὐλογημένου Ψαλμωδοῦ νὰ δοξολογοῦμε μὲ τὴν καρδιά μας τὸν Κύριο. Ἄς διαθέτουμε τὸ μεγαλύτερο, εἰ δυνατόν, μέρος τῆς προσευχῆς μας σὲ ὕμνους καὶ εὐχαριστίες πρὸς Ἐκεῖνον γιὰ ὅλα «τὰ φανερὰ καὶ τὰ ἀφανῆ», τὰ γνωστὰ καὶ ἄγνωστα ποὺ ἔκανε καὶ κάνει γιὰ μᾶς. Ἄς ὑμνολογοῦμε τὸ ἅγιο Ὄνομα Ἐκείνου, ποὺ ξέρει τί μᾶς χρειάζεται σὲ κάθε περίστασι τῆς ζωῆς μας καὶ ἔχει τὴν δύναμι νὰ τὰ φέρη ὅλα ὅπως πρέπει γιὰ τὸ συμφέρον μας.
Ἔτσι ἡ προσευχή μας θὰ παίρνη κάτι ἀπό τὸ χρῶμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ θὰ γεμίζη μὲ ἀγαλλίασι ἡ ψυχή μας.
Καὶ θὰ μποροῦμε τότε νὰ ἐπαναλαμβάνουμε ἀπό τὴν πείρα μας κι ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν Ψαλμωδό: « Ἀγαθὸν τὸ ἐξομολογεῖσθαι τῷ Κυρίῳ»." (Ἀπό Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τόμος 1986, σ. 123)