Ματθ. α’ 19

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἄνηρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ὁ Ἰωσήφ ὁ μνηστὴρ τῆς Παρθένου, ἐπειδὴ ἦτο ἐνάρετος καὶ ἀγαθὸς καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὴν διαπομπεύση πρὸς δημόσιον παραδειγματισμόν, ἐσκέφθη νὰ τῆς δώση μυστικὰ διαζύγιον»
ΣΧΟΛΙΟ
Ἡ δυσχερὴς θέσις τοῦ Ἰωσήφ (β)

    «Δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι». «Δίκαιος», δηλαδὴ ἄνθρωπος ἐνάρετος, ἄνθρωπος τῆς συγγνώμης, τοῦ ἐλέους, τῆς καλωσύνης, ἄνθρωπος τῆς πραότητος καὶ τῆς ἀγαθωσύνης, ἄνθρωπος χρηστὸς καὶ ἐπιεικής. Αὐτὰ ἦσαν τὰ σπουδαῖα κοσμήματα τοῦ Ἰωσήφ, τὰ ὁποῖα τὸν ἀνέδειξαν προστάτην τῆς Παρθένου καὶ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸν κατέταξαν εἰς θέσιν ἐξόχως ὑψηλήν μέσα εἰς τὸν χριστιανικὸν περίβολον. Δὲν περιωρίσθη νὰ τηρήση μόνον τάς ἐντολάς καὶ τάς διατάξεις τοῦ Μωσαικοῦ νόμου, ἀλλά ὑψώθη πολὺ ὑπεράνω αὐτῶν. «Δίκαιον τὸν Ἰωσήφ, λέγει καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὡς οὐκ ἐν μερικῇ ἀρετῇ ὄντα, … ἀλλ’ ὡς ἐνάρετον ἐν ἅ-πασιν καὶ ἐν τῇ καθόλου ἀρετῇ ὄντα». Δὲν κατελήφθη ἀπό τὸν θυμὸν δὲν ἀφῆκεν εἰς τὴν ψυχήν του νὰ κοχλάση τὸ πάθος τῆς ζηλοτυπίας• δὲν ἀφῆκε νὰ σκοτισθῆ ὁ νοῦς του ἀπό τούς καπνοὺς τῆς ἐκδικήσεως. Δὲν ἔσπευσε νὰ φωνάξη, νὰ κοινολογήση τὸ γεγονός. Ἀλλά, ἄνθρωπος σεμνός, ἐπιεικής, σώφρων, θὰ ἐλυπήθη βεβαίως, ὅμως μὲ σκέψεις λογικάς θὰ προσεπάθησε νὰ συγκρατήση τὸν ἑαυτὸν του εἰς τὴν ψυχικὴν γαλήνην καὶ ἠρεμίαν καὶ νὰ συλλάβη ἐν εἰρήνῃ ψυχικῇ τὸ σχέδιον τῶν περαιτέρω ἐνεργειῶν του. Ὤ! πόσον μεγάλη ἀρετὴ εἶναι ἡ ἐπιείκεια, ἡ συγκαταβατικότης, ἡ ἀγάπη! Καὶ πόσον διευκολύνει τὴν ζωήν μας, ὅταν ἡ ἀντιμετώπισις τῶν ζητημάτων, πού καθημερινῶς αὐτὴ παρουσιάζει, γίνεται μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα! Ποῖος ἠμπορεῖ νὰ ὑποστηρίξη, ὅτι ὅλοι δὲν σφάλλομεν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον; Ἄνθρωποι εἴμεθα. Ἀδυναμίας ἔχομεν πολλάς. Καὶ ἐλλείψεις περισσοτέρας. Τί τὸ πάράδοξον, ἐάν αὐταί ἐκδηλώνωνται;» (Ἀπό τό βιβλίο «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» τοῦ ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου, Ἐκδόσεις «Ο ΣΩΤΗΡ»)