Λουκ. β’ 1 -3

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου    ἀπογράφεσθαι    πᾶσαν τὴν οἰκουμένην. αὕτη ἡ ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου. Καὶ ἐπορεύοντο πάντες ἀπογράφεσθαι, ἕκαστος εἰς τὴν ἰδὶαν πόλιν»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ
« Συνέβη δηλαδὴ κατ’ ἐκείνας τάς ἡμέρας νὰ ἐκδοθῆ διάταγμα ἀπὸ τὸν Καίσαρα Αὔγουστον, ὅπως ἐγγραφοῦν εἰς τούς δημο¬σίους φορολογικοὺς καταλόγους ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ κόσμου ποὺ ἐκυριαρχεῖτο ἀπό τούς Ρωμαίους. Ἡ ἀπογραφὴ αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ποὺ ἔγινεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν, εἰς ἐποχήν ποὺ ὁ Κυρήνιος ἦτο ἡγεμών τῆς Συρίας. Καὶ ἐπήγαιναν ὅλοι νὰ ἀπογραφοῦν, κα¬θένας εἰς τὴν πόλιν, ἀπό τὴν ὁποίαν κατήγετο ἡ οἰκογένειά του.»

ΣΧΟΛΙΟ
Ἡ ἀπογραφὴ τοῦ Αὐγούστου Καίσαρος (β)

    «Ἰδοὺ ὅμως καὶ τὸ δεύτερον. Ὑπόδουλοι ἦσαν οἱ Ἰουδαῖοι εἰς τούς Ρωμαίους. Ἦσαν ὅμως ὑπόδουλοι καὶ εἰς ἕνα ἄλλον, ἀσυγκρίτως σκληρότερον τύραννον, εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Καὶ τόσον τοὺς εἶχεν αἰχμαλωτίσει, ἀλλά καὶ τυφλώσει ὁ τύραννος αὐτός, ὥστε νὰ προτιμοῦν νὰ παραμένουν δοῦλοι εἰς τούς μισητοὺς Ρωμαίους, παρὰ νὰ θελήσουν νὰ ἀναγνωρίσουν τὸν μέγαν ἐλευθερωτήν, τὸν Κύριον Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος μὲ ὅλας τάς ἀποδείξεις τῆς θείας Του καταγωγῆς παρουσιάσθη ὡς ὁ ἐλευθερωτής. Ὅποιος μελετᾶ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Ἰωάννου ἰδιαιτέρως, καὶ μάλιστα τὸ 8ον κεφάλαιόν του, θὰ διαπιστώση, ὅτι, ἐνῶ ἦσαν δοῦλοι οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὁμιλεῖ περὶ τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας, τὴν ὁποίαν Ἐκεῖνος ἦλθε νὰ τοὺς χαρίση, αὐτοὶ τοῦ λέγουν ἡμεῖς «οὐδενὶ δεδουλεύκαμεν πώποτε· πῶς σὺ λέγεις ὅτι ἐλεύθεροι γενήσεσθε;» (Ἰω. η’ 33). Εἶναι σκληρὸν βεβαίως νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος δοῦλος ἀνθρώπων. Νὰ στερῆται τοῦ δώρου τῆς ἐλευθερίας, μὲ τὸ ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐπροίκισεν ὅλους. Καὶ ποτὲ νὰ μὴ ἐπιτρέψη ἡ ἀγαθότης Του νὰ πάθωμεν κάτι τέτοιο. Ὅμως ἡ ἄλλη ἐκείνη δουλεία, ἡ δουλεία εἰς τὴν ἁμαρτίαν, ἡ δουλεία εἰς τὰ πάθη μας, ἀπό τὰ ὁποῖα αἰχμάλωτοι καὶ χωρὶς καμμίαν ἀντίστασιν συ-ρόμεθα εἰς ἔργα καὶ πράξεις, ποὺ καταντροπιάζουν καὶ καταρρακώνουν τὴν ἀνθρωπίνην προσωπικότητα καὶ ἀποδεικνύουν ἀληθῆ τὸν θεόπνευστον λόγον «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. μη’ 21), εἶναι ἀσυγκρίτως χειροτέρα ἀπό τὴν σωματικὴν δουλείαν. Διότι κατ’ ἐκείνην εἶναι τὸ σῶμα εἰς τὴν διάθεσιν τοῦ κυρίου ποὺ τὸ ἔχει αἰχμάλωτον, ἡ ψυχή ὅμως εἶναι ἐλευθέρα· ἐάν θέλει κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ αὐτὴν νὰ τὴν ὑποδουλώση. Εἰς τὴν πνευματικὴν ὅμως δουλείαν αἰχμάλωτος εἶναι ἡ εὐγενὴς εἰκὼν τοῦ Θεοῦ, ἡ ψυχή. Καὶ ἐάν δὲν θελήση νὰ πλησίαση τὸν Ἐλευθερωτήν, διὰ νὰ λυτρωθῆ, ὑπάρχει κίνδυνος τῆς αἰωνίου καταδίκης. Ἄς μᾶς φυλάξη ὁ Κύριος ἀπό μίαν τοιαύτην ἀνεπανόρθωτον συμφοράν.» (Ἀπό τό βιβλίο «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» τοῦ ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου, Ἐκδόσεις «Ο ΣΩΤΗΡ»)