Λουκ. β’ 4-5

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἀπό τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲτ εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυίδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ, διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυίδ, ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τὴ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί, οὔσῃ ἐγκύῳ»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἀνέβη καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀπό τὴν Γαλιλαίαν ἐκ τῆς πόλεως Ναζαρέτ, ὅπου ἔμενεν, εἰς τὴν Ἰουδαίαν, εἰς τὴν πόλιν Δαβίδ, ἡ ὁποία κα¬λεῖται Βηθλεέμ, ἐπειδὴ κατήγετο ἀπό τὴν γενεὰν καὶ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Δαβίδ. Καὶ ἐπῆγεν ἐκεῖ διὰ νὰ ἀπογραφῆ μαζὶ μὲ τὴν Μαριάμ, τὴν γυναῖκα ποὺ ἦτο μνηστευμένη μὲ αὐτόν, καὶ ἡ ὁποία ἦτο ἔγκυος.»

ΣΧΟΛΙΟ
Ἡ ἀπογραφὴ τοῦ Αὐγούστου Καίσαρος (γ)

     «Ἤδη προκειμένου νὰ εἰσέλθωμεν εἰς τὸ νόημα τῶν ἑπομένων στίχων πρέπει νὰ σημειώσωμεν, ὅτι ἡ ἀπογραφὴ κατὰ τοὺς νόμους τῆς Ρωμαικῆς Αὐτοκρατορίας ἀφ’ ἑνός μὲν περιελάμβανε καὶ τάς γυναῖκας, διότι ἦτο ἀπογραφὴ κατὰ ἄτομα ἤ ψυχάς, ἐνῶ κατὰ τάς τοπικάς Ἰουδαικάς ἀπογραφάς συνήθως ἀπεγράφοντο μόνον οἱ ἄνδρες• ἀφ’ ἑτέρου δέ, ὅτι κατὰ τὰ ἔθιμα τὰ Ἰουδαικὰ πλέον, τὰ ὁποῖα δὲν εἶχε κανένα λόγον νὰ θίξη ἡ Ρώμη, ἡ ἀπογραφὴ ἔπρεπε νὰ γίνη «εἰς τὴν ἰδὶαν πόλιν» ἑκάστης οἰκογενείας, δηλαδὴ εἰς τὴν πόλιν ἐκείνην, ἀπό τὴν ὁποίαν κατήγετο ὁ οἶκος καὶ ἡ πατριά της. Διὰ τοῦτο σημειώνει ὁ Ἱερὸς Εὐαγγελιστής:
     «Ἀνέβη… Ἰωσήφ… εἰς πόλιν Δαυίδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ». «Πόλιν Δαυίδ» ὀνομάζει ὁ Εὐαγγελιστὴς τὴν Βηθλεέμ. Καὶ πολὺ δικαίως, ἀφοῦ εἰς αὐτὴν ἐγεννήθη ὁ ἔνδοξος πρόγονος τοῦ Κυρίου, ὁ βασιλεὺς Δαβὶδ καὶ εἰς τὰ περίχωρά της ἔζησε τὰ παιδικά του χρόνια, ποιμαίνων τὰ πρόβατα τοῦ πατρός του. Ἐκεῖ ἐπέρασε ἀμέριμνα καὶ εἰρηνικὰ τὰ ὡραῖα χρόνια τῆς χωρὶς εὐθύνες μεγάλες ἡλικίας του καὶ ἐκεῖ ὁ ἔνδοξος προφήτης Σαμουὴλ τὸν ἔχρισε μὲ τὸ ἅγιον ἔλαιον εἰς βασιλέα τοῦ Ἰουδαικοῦ λαοῦ κατὰ θείαν ἐντολήν καὶ ἀποκάλυψιν. Ἐκεῖ ὕμνησε τὸν Θεὸν ὁ ὡραῖος νέος μὲ τὸ ψαλτήριον, τὸ ὁποῖον μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια κατεσκεύασεν καὶ ἔψαλλε τῇ συνοδείᾳ του τοὺς θεοπνεύστους ψαλμούς του. Ποὶα ἄλλη πόλις ἔπρεπε νὰ προτιμηθῆ διὰ νὰ γεννηθῆ «ὁ πρᾶος καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» Ἰησοῦς, παρὰ ἡ Βηθλεέμ, ἡ πόλις τοῦ ταπεινοῦ καὶ εὐλογημένου νέου, τοῦ Δαβίδ; Βεβαίως καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἡ πρωτεύουσα τοῦ θεοκρατικοῦ βασιλείου ὀνομάζεται πόλις Δαβίδ, ἀφοῦ ἐκεῖ μετὰ δόξης πολλῆς ὁ μέγας βασιλεὺς ἐβασίλευσε ἐπί σειρὰν δεκαετιῶν ὅμως τά Ἱεροσόλυμα εἶναι ἡ πόλις τοῦ μεγαλείου του, τῆς δόξης του. Δι’ αὐτὸ καὶ δὲν προτιμᾶ ὁ Κύριος νὰ γεννηθῆ ἐκεῖ, ἀφοῦ «ἐκένωσεν ἑαυτόν» καὶ ἔλαβε «δούλου μορφήν» καὶ ὅλη ἡ ζωὴ του ἦτο τόσον ταπεινὴ καὶ ὁ Παντοδύναμος ἀπέφευγε τὴν κοσμικὴν δόξαν, ποὺ εἶναι στενὰ συνυφασμένη μὲ τὸ βασιλικὸν ἀξίωμα. Εἰς τὴν Βηθλεὲμ ἔρχεται ὁ Ἰωσὴφ «διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου καὶ πάτριας Δαυίδ». Ὄχι μόνον «ἐξ οἴκου» δηλαδὴ ἀπό τὴν οἰκογένειαν γενικῶς τοῦ Δαβίδ, ποὺ περιελάμβανε ὅλους τοὺς ἀδελφούς του καὶ τοὺς συγγενεῖς του, ἀλλά «καὶ πατριᾶς», δηλαδὴ κατ’ εὐθεῖαν ἀπόγονος ἰδικός του, ἀφοῦ ὁ ὅρος «πατριά» κατὰ τὴν ἐκδοχήν τῶν ἑρμηνευτῶν περιλαμβάνει μόνον ὅσους προῆλθον κατ’ εὐθεῖαν ἀπό αὐτόν, δηλαδὴ τὰ παι¬διά του καὶ τοὺς ἀπογόνους του. Διότι εἰς αὐτὴν εἶχε προφητευθῆ, ὅτι θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, καὶ ἀπό αὐτὴν ἄρχοντες καὶ λαὸς ἐπερίμεναν νὰ προέλθη ὁ Μεσσίας (Ἰδὲ Μίχ. ε 2, Ματθ. β’ 5, 6, Ἰω. ζ’ 42). Καὶ τί σημαίνει ἡ λέξις Βηθλεέμ; Σημαίνει οἶκος ἄρτων. Διότι, φαίνεται, ὅτι ἦτο τόπος εὔφορος, πλούσιος εἰς παραγωγὴν δημητριακῶν. Τόπος ποὺ ἐχόρταιναν οἱ ἄνθρωποι ψωμί. Ἀλλὰ δὲν διακρίνετε εἰς τὸ θέμα ἕνα βαθὺν συμβολισμόν; «Οἶκος ἄρτων» ἦτο ἡ Βηθλεέμ. Καὶ Ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται νὰ γεννηθῆ ὡς ἄνθρωπος εἰς τὴν Βηθλεέμ, διεκήρυξεν ἄργοτερον «ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς» καὶ «ὁ ἄρτος ὁ καταβάς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ» «καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ» (Ἰω. στ’ 35, 41, 33).» (Ἀπό τό βιβλίο «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» τοῦ ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου, Ἐκδόσεις «Ο ΣΩΤΗΡ»)