Λουκ. β’ 6-7

Τετάρτη 29  Δεκεμβρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς, ἐκεῖ ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ ἔτεκε τὸν υἱόν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνη, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἀνέβη καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀπό τὴν Γαλιλαίαν ἐκ τῆς πόλεως Ναζαρέτ, ὅπου ἔμενεν, εἰς τὴν Ἰουδαίαν, εἰς τὴν πόλιν Δαβίδ, ἡ ὁποία καλεῖται Βηθλεέμ, ἐπειδὴ κατήγετο ἀπό τὴν γενεὰν καὶ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Δαβίδ. Καὶ ἐπῆγεν ἐκεῖ διὰ νὰ ἀπογραφῆ μαζὶ μὲ τὴν Μαριάμ, τὴν γυναῖκα ποὺ ἦτο μνηστευμένη μὲ αὐτόν, καὶ ἡ ὁποία ἦτο ἔγκυος.»

ΣΧΟΛΙΟ
Ἡ μεγάλη ὥρα ἔφθασε (γ)

     «Συνηθισμένη ἡ Παρθένος νὰ δέχεται μὲ πᾶσαν ταπείνωσιν καὶ ὑπομονὴν ὅ,τι ὁ Θεὸς στέλνει, μὲ πολλὴν ἀσφαλῶς γαλήνην ψυχῆς θὰ κατέφυγεν εἰς τὸν στάβλον καὶ ἐκεῖ ἔφερεν εἰς τὸν κόσμον τὸν Μονογενῆ της. Ὤ! Μὲ πόσην συγκίνησιν θὰ περιέβαλε τὸ ἅγιον σῶμα τοῦ Υἱοῦ της μὲ τὰ πρόχειρα σπάργανα, ποὺ θὰ εἶχεν ἀσφαλῶς εἰς τάς ἀποσκευάς της, καὶ θὰ ἐτοποθέτησε τὸν λατρευτὸν της («ἀνέκλινε») εἰς τὴν φάτνην, ποὺ τὴν ἐχρησιμοποίησεν ὡς πρόχειρη κούνια! Εὐλογημένα τὰ χέρια, ποὺ προσέφεραν μὲ τόσην στοργὴν τὴν βοήθειαν εἰς τὸν Υἱὸν καὶ Θεόν της. Ὅταν θὰ ἐνεθυμεῖτο τὸ γεγονὸς αὐτό, θὰ ἐγέμιζεν ἡ ψυχή της ἀπό συγκίνησιν καὶ τὰ μάτια της ἀπό δάκρυα. Ἀλλὰ καὶ ἀπό ἀπορίαν διὰ τὸ σχέδιον τοῦ Υἱοῦ της. Καὶ ἡμεῖς, ποὺ μέσα ἀπό τάς σελίδας τῶν Ἱερῶν Εὐαγγελίων πληροφορούμεθα τὴν ἀπέραντον συγκατάβασιν τοῦ Θεοῦ – Υἱοῦ της, ψάλλομεν μαζὶ μὲ τὸν ὑμνωδόν «Ἄκουε οὐρανὲ καὶ ἐνωτίζου ἡ γῆ• σαλευθήτω τὰ θεμέλια, ἐπιλαβέτω τρόμος τὰ καταχθόνια• ὅτι ὁ Θεὸς τε καὶ κτίστης σαρκὸς εἰσέδυ πλάσιν καὶ ὁ κραταιᾷ κτίσας χειρί τὴν κτίσιν σπλάγχνον ὁρᾶται πλάσματος. Ὢ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! Ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ!». (Ἀπό τό βιβλίο «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» τοῦ ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου, Ἐκδόσεις «Ο ΣΩΤΗΡ»)