Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς, ἐκεῖ ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ ἔτεκε τὸν υἱόν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνη, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἀνέβη καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀπό τὴν Γαλιλαίαν ἐκ τῆς πόλεως Ναζαρέτ, ὅπου ἔμενεν, εἰς τὴν Ἰουδαίαν, εἰς τὴν πόλιν Δαβίδ, ἡ ὁποία καλεῖται Βηθλεέμ, ἐπειδὴ κατήγετο ἀπό τὴν γενεὰν καὶ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Δαβίδ. Καὶ ἐπῆγεν ἐκεῖ διὰ νὰ ἀπογραφῆ μαζὶ μὲ τὴν Μαριάμ, τὴν γυναῖκα ποὺ ἦτο μνηστευμένη μὲ αὐτόν, καὶ ἡ ὁποία ἦτο ἔγκυος.»
ΣΧΟΛΙΟ
Ἡ μεγάλη ὥρα ἔφθασε (β)
«Καὶ ἔτεκε τὸν υἱόν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ». Καὶ διὰ μὲν τὴν ἔννοιαν τῆς λέξεως «πρωτότοκος» εἴπομεν ἀλλαχοῦ τὰ δέοντα (ἴδε σέλ. 82). Δι’ αὐτὸ δὲν χρειάζεται ἐδῶ νὰ ἐπανέλθωμεν. Τὸν πρῶτον καὶ μόνον τὸν μονογενῆ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς λέξεως. Θὰ χρειασθῆ ὅμως νὰ εἴπωμεν ὀλίγα περὶ τοῦ τόπου, ὅπου ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐγεννήθη ὡς ἄνθρωπος. Ὁ Ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς ὁμιλεῖ μόνον περὶ φάτνης, εἰς τὴν ὁποίαν ἀνεκλίθη. Ἦτο δὲ ἡ φάτνη ἤ ξύλον σκαμμένον ἢ κάποια γωνιὰ τόπου μὲ πέτρες γύρω, ὥστε νὰ σχηματίζεται κοίλωμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἐτοποθετεῖτο ἡ τροφὴ τῶν ζώων. Ἐνωρίτατα ὅμως εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἐπεκράτησεν ἡ παράδόσις, ὅτι ὁ Κύριος ἐγεννήθη ἐντὸς σπηλαίου. Τὴν παράδοσιν αὐτὴν μνημονεύει ὁ Ὠριγένης, ἀλλά καὶ ὁ Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυς, ὁ ὁποῖος μάλιστα προσθέτει, ὅτι ἦτο «σύνεγγυς τῆς κώμης», δηλαδὴ πολὺ πλησίον τῆς κώμης τῆς Βηθλεέμ. Καὶ εἶναι πολὺ φυσικὸν τὸ τοιοῦτον. Πλησίον τοῦ καταλύματος, εἰς τὴν αὐλὴν του ἴσως, ὑπῆρχε σπήλαιον, εἰς τὸ ὁποῖον ὡδήγουν τὰ ζῶα τῶν ταξιδιωτῶν πρὸς ἀνάπαυσιν καὶ προφύλαξιν ἀπό τοῦ ψύχους. Ἐκεῖ λοιπόν, μέσα εἰς τὸ ὑγρόν σπήλαιον, ἐν μέσῳ τῶν ἀλόγων ζώων, εἰς τὴν ἀτμόσφαιραν ἐκείνην τὴν δυσώδη καὶ ὑγράν, ὁ Κύριος γεννᾶται. Συμβολισμὸς καὶ αὐτὸς τῆς ἀλογίας καὶ τῆς κτηνωδίας, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκετο τὸ ἀνθρώπινον γένος καὶ ἀπό τὴν ὁποίαν ἦλθε νὰ τὸ ἐξαγάγη ὁ Θεῖος Λυτρωτής. Καὶ ὅπως τώρα γεννᾶται ὑπό τόσον ταπεινάς συνθήκας καὶ δὲν ἔχει οὔτε ἕνα μέρος εὐπρεπὲς ἡ ἁγία μητέρα του διὰ νὰ γεννήση τὸν Μονογενῆ της, ἔτσι καὶ ἡ ζωὴ του ὁλόκληρος ἐπέρασεν εἰς πτωχείαν καὶ στέρησιν. Ὁ ἴδιος ἔλεγε: «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πε¬τεινά τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνη» (Λουκ. θ’ 58). Ἐπτώχευσεν Ἐκεῖνος, «ἵνα ἡμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσωμεν» (Β’ Κορ. η’ 9). Δόξα τῇ ἀπείρῳ του περὶ ἡμᾶς καὶ πανσόφῳ οἰκονομίᾳ.» (Ἀπό τό βιβλίο «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» τοῦ ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου, Ἐκδόσεις «Ο ΣΩΤΗΡ»)