Λουκ. β’ 8

Πέμπτη 30  Δεκεμβρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ
«Καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακάς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Ἦσαν μερικοὶ ποιμένες εἰς τὴν αὐτὴν χώραν, οἱ ὁποῖοι ἔμεναν ἔξω εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ ἐφύλαττον τὸ ποίμνιόν των, παραμένοντες μὲ τὴν σειρὰν των ἄγρυπνοι καθ’ ὡρισμένας ὥρας τὴν νύκτα»

ΣΧΟΛΙΟ

Οἱ ποιμένες

    «Τόπος κατ’ ἐξοχὴν κατάλληλος μὲ τὰ πλούσια καὶ χλοερὰ λειβάδια της ἡ ὕπαιθρος τῆς Βηθλεὲμ διὰ βοσκὴν προβάτων, κατοικεῖτο καὶ ἀπό ποιμενικάς οἰκογενείας, αἱ ὁποῖαι συνετηροῦντο ἀπό τὴν ἐκμετάλλευσιν των. Φύσεις δὲ ἁπλαῖ οἱ ποιμένες, διάγοντες ὡς ἐπί τὸ πλεῖστον εἰς τὸ ὕπαιθρον, διατηροῦν κάτι ἀπό τὴν ἁπλότητα καὶ φυσικότητα ποὺ διακρίνει τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν φύσιν. Ξένοι πρὸς τάς πονηρίας τῶν ἀνθρώπων τῶν πόλεων, εἶναι ὡς ἐπί τὸ πλεῖστον καλόκαρδοι καὶ ἐξυπηρετικοί, πρόθυμοι πάντοτε νὰ βοηθήσουν τοὺς συναδέλφους των, ὅταν ἐκεῖνοι εὐρεθοῦν εἰς ἀνάγκην. Παρατηροῦντες καί μελετῶντες τὸ ὡραῖον βιβλίον τῆς φύσεως, ποὺ τόσα προσφέρει εἰς τὸν ἄνθρωπον, διατηροῦν εἰς τὴν ψυχὴν των μίαν καθαρότητα πηγαίαν καί φυσικήν, ἡ ὁποία τοὺς κάνει πολὺ ἀξιαγάπητους. Βεβαίως οἱ ἄνθρωποι τῶν πόλεων, οἱ κατέχοντες θέσεις καὶ ἀξιώματα, οἱ σπουδασμένοι καί φαντασμένοι, ἔχουν πολὺ ταπεινὴν ἰδέαν περὶ τῶν ἁπλοϊκῶν ποιμένων τοὺς περιφρονοῦν καὶ δὲν τοὺς λογαριάζουν, τοποθετοῦντες αὐτοὺς εἰς τὴν χαμηλοτέραν βαθμίδα, ὅσον ἀφορᾶ τὸν πολιτισμὸν καί τὴν ἀξίααν τοῦ ἐπαγγέλματός των. Ἂν ὅμως αὐτὴν τὴν ἰδέαν ἔχουν οἱ ἄνθρωποι ἀπέναντὶ των, ὁ Θεὸς ὅμως, ὁ ὁποῖος δὲν βλέπει τὸ φαινόμενον, ἀλλά γνωρίζει τὴν καρδίαν, ἐάν αὐτοί ἔχουν καί καλλιεργοῦν τὸν φόβον του τὸν ἅγιον, τοὺς κατατάσσει εἰς ὑψηλὴν βαθμίδα καί τοὺς ἐπιφυλάσσει ἀμοιβάς μεγάλας. Ἡ ἱστορία ἄλλως τε τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι τόσον συνυφασμένη μὲ τὸ ἔργον τὸ ποιμενικόν, ὥστε νὰ εἶναι βέβαιον, ὅτι πολλοὶ ἐκ τῶν ἀνδρῶν ποὺ εὐηρέστησαν εἰς τὸν Θεὸν καί ἐκλήθησαν δι’ ἔργα μεγάλα καί ἀποστολὴν ὑψηλήν, ἀσκοῦσαν τὸ ἔργον τοῦ ποιμένος, τοῦ βοσκοῦ. Ποιμὴν προβάτων ἦτο ὁ Ἄβελ, ὁ δευτερότοκος υἱὸς τῶν πρωτοπλάστων. Καί ἀπό τὰ καλύτερα πρόβατά του προσέφερε θυσίαν εἰς τὸν Θεόν, τὴν ὁποίαν καί προθύμως Ἐκεῖνος ἐδέχετο. Ποιμὴν προβάτων ἦτο καί ὁ Μωϋσῆς καί ἔβοσκε τὰ πρόβατα τοῦ πενθεροῦ του, τοῦ Ἰοθόρ, ὅταν τὸν ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς νὰ τοῦ ἀναθέση τὸ μέγα ἔργον, νὰ γίνη ἀρχηγὸς καί νὰ ὁδήγηση τὸν Ἰουδαϊκὸν λαὸν ἀπό τὴν ταλαιπωρίαν τῆς Αἰγύπτου εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς γῆς τῶν πατέρων του. Ποιμὴν προβάτων ἦτο καί ὁ Δαβίδ, βόσκων τὰ πρόβατα τοῦ πατέρα του, τοῦ Ἰεσσαί, εἰς τὰ ἴδια λειβάδια τῆς περιχώρου τῆς Βηθλεὲμ καί ὑμνῶν καί δοξολογῶν τὸν Θεὸν μὲ τὴν λύραν καὶ τὸ ψαλτήριον, ποὺ ἔκαμε μὲ τὰ χέρια του, ὅταν τὸν ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς νὰ τὸν χρίση βασιλέα μέσω τοῦ ἐκλεκτοῦ του προφήτου, τοῦ Σαμουήλ. Καὶ ἀπό ἐκεῖ ἐξεκίνησε, διὰ νὰ γίνη ὁ χριστὸς Κυρίου, ὁ ἔνδοξος τοῦ Ἰσραὴλ βασιλεύς, ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ ὁποίου τὸ Ἰουδαϊκὸν ἔθνος κατ’ ἐξοχὴν ἐδοξάσθη. Ἁπλοί λοιπὸν ἄνθρωποι ἤσαν οἱ ποιμένες ἐκεῖνοι τῆς Βηθλεέμ, οἱ ὁποῖοι διὰ τὴν ἀσφάλειαν τῶν προβάτων των κατὰ τὴν νύκτα ἀγρυπνοῦσαν ἐκ περιτροπῆς καί ἐπρόσεχαν τὰ πρόβατά των ἀπό κινδύνους εἴτε ἀπό θηρία, εἴτε ἀπό κλέπτας καί κακοποιούς. Ἄς εἴμεθα ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἄς καλλιεργῶμεν ἀγαθήν συνείδησιν ἄς ἔχωμεν προσοχὴν εἰς τὸν ἑαυτόν μας, καί τότε, οἱονδήποτε ἔργον καί ἂν ἐργαζώμεθα, δὲν θὰ εἶναι ποτὲ ταπεινωτικὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Διότι ὅλα τὰ ἔργα διὰ τὸν Θεὸν εἶναι ἔργα ποὺ τὰ εὐλογεῖ, ἀρκεῖ ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ἐργάζονται νὰ ἔχουν βαθειὰ εἰς τὴν ψυχὴν των τὸ φόβον τὸν ἰδικόν του καὶ νὰ ὑπακούουν εἰς Αὐτόν. Ἀλλὰ διὰ τοὺς ποιμένας τῆς Βηθλεὲμ ἐπιφυλάσσει ὁ Θεὸς τιμὴν ἐξόχως μεγάλην, ἡ ὁποία τοὺς ἀναδεικνύει προσωπικότητας ἐξαιρετικάς καί ἀξίας νὰ κάμνη λόγον περὶ αὐτῶν ἡ Ἁγία Γραφή». (Ἀπό τό βιβλίο «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» τοῦ ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου, Ἐκδόσεις «Ο ΣΩΤΗΡ»)