Λουκ. β’ 9

Παρασκευή 31  Δεκεμβρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς καὶ δόξα Κυρίου περιέλαμψεν  αὐτούς, καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Ἰδού ἄγγε¬λος Κυρίου παρουσιάσθη αἰφνιδίως εἰς αὐτοὺς καὶ φῶς λαμπρὸν καὶ ἐξαστράπτον, θεῖον καί ὑπερφυσικόν τούς περιεκύκλωσε καὶ ἐφοβήθησαν ὑπερβολικά»

ΣΧΟΛΙΟ

Ἡ ἐμφάνισις τοῦ ἀγγέλου   καὶ ὁ προκληθείς φόβος (α)

    «Δὲν ἦτο ἁπλῶς ἡ ἀγγελοφάνεια ποὺ ἔλαβε χώραν. Ἦτο κάτι ἀσυγκρίτως σπουδαιότερον. Ἦτο ἡ «δόξα Κυρίου», ποὺ ἔγινε φα¬νερά μὲ τὸ ἀπεριγράπτου λαμπρότητος φῶς, ἐντὸς τοῦ ὁποίου εὑρέθησαν οἱ ἁπλοὶ καί ἀπόνηρευτοι ποιμένες. Καὶ μὲ τὴν ἐμφάνισιν τοῦ ἀγγέλου καί τοῦ οὐρανίου καὶ ὑπερφυσικοῦ φωτὸς τὴν λάμψιν τὸ ἤρεμον τοπίον τῆς περιχώρου τῆς Βηθλεὲμ ἐπῆρε μίαν ὄψιν οὐρανίαν, παρουσίασε κάτι σὰν ἀνταύγειαν ἀπό τὴν λαμπρότητα τοῦ οὐρανοῦ. Φῶς ἀνέσπερον, ἐξαστράπτον, θεῖον ἐπικρατεῖ εἰς τὸν οὐρανόν. Καί τὸ φῶς αὐτὸ καταλάμπει τοὺς εὐτυχεῖς οἰκήτορας τοῦ οὐρανίου κόσμου, αὐτούς, ποὺ εὐηρέστησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὑπηκουσαν εἰς τὸ ἅγιον θέλημά του καί ἔζησαν μὲ ταπείνωσιν καὶ μὲ σύντροφον τὸν ἅγιον τοῦ Θεοῦ φόβον. Δὲν ἔχει σημασίαν εἰς ποὶαν κοινωνικὴν τάξιν ἀνήκουν οὔτε ἂν εἶναι ἄνθρωποι μὲ ὑψηλήν κοινωνικὴν προβολὴν ἤ μὲ ἐπισήμους θέσεις. Σημασίαν ἔχει, ἂν εἶναι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ «ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν», καὶ ἂν πάσης ἄλλης ἐφημέρου καὶ παροδικῆς δόξης προτιμοῦν «τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ» (Ἰω. ε’ 44). Πόσοι τιτλοῦχοι τοῦ Ἰσραὴλ ὑπῆρχον εἰς τὴν Βηθλεὲμ καί εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα! Πόσοι ἱερεῖς, πόσοι νομοδιδάσκαλοι, πόσοι Γραμματεῖς! Καὶ ὅμως κανεὶς ἀπό αὐτοὺς δὲν ἠξιώθη νὰ δεχθῆ τὸν οὐράνιον ἐπισκέπτην, τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ καταλαμφθῆ ἀπό τὴν δόξαν Κυρίου, παρὰ μόνον οἱ περιφρονημένοι ποιμένες. Διότι ὅλοι ἐκεῖνοι μὲ τὸν ἐγωϊσμόν καὶ τὴν ἔπαρσιν ποὺ τοὺς διέκρινε, μὲ τὰ πάθη ποὺ εἰς τὴν ψυχὴν τοὺς ἐκαλλιέργουν, μὲ τὰ κοσμικὰ φρονήματα, ἀπό τὰ ὁποῖα ἦσαν κυριευμένοι, δὲν διέθεταν τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ψυχικὴν ἐκείνην ἀνωτερότητα, ποὺ ἀποτελεῖ ἀπαραίτητον προϋπόθεσιν διὰ τὴν ἀποκάλυψιν τῶν βουλῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐδιάβαζαν βεβαίως ἐκεῖνοι εἰς τὴν Παλαιάν Διαθήκην τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Θεοῦ «ἐπί τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ’ ἤ ἐπί τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου;» (Ἡσαῒου ξστ’ 2). Ὅμως, σκοτισμένοι ἀπό τὴν ὑπερηφάνειάν των, δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι ἐκεῖνοι δὲν ἀνῆκον εἰς τους τρέμοντας τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ. Δι’ αὐτὸ καί ὅταν ὁ Σωτήρ, Διδάσκαλος πλέον τῆς ἀνθρωπότητος, μετέδιδε τὴν ἀλήθειάν του καὶ ἐκάλει τὸν λαὸν εἰς μετάνοιαν καὶ σωτηρίαν, οἱ μὲν ἁπλοῖ ἄνθρωποι, μὲ τὴν πηγαίαν εὐσέβειαν, τὸν ἐπίστευον καί τὸν ἠκολούθουν, οἱ ἄρχοντες ὅμως ἐλάμβανον ἐχθρικήν ἀπέναντὶ του στάσιν, καί εἰς τὸ τέλος, ἐμμείναντες εἰς τὴν ἀπιστίαν των, ἀπεδοκιμάσθησαν. Ἄς ἀναπέμπεται, λοιπόν, θερμὴ καί ἀπό βάθους καρδίας πρὸς τὸν Κύριον ἡ προσευχή μας νὰ μᾶς κρατῆ εἰς κατάστασιν ἁπλότητος καί ταπεινοφροσύνης, ὅπως καί τοὺς ποιμένας, καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση νὰ ἀπολαύσωμεν τὸ θεῖον καί ὑπερκόσμιον φῶς τοῦ οὐρανοῦ.» (Ἀπό τό βιβλίο «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» τοῦ ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου, Ἐκδόσεις «Ο ΣΩΤΗΡ»)