Τρίτη 4 Ἰανουαρίου 2010
Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου
Τέταρτη παραίνεση (β)
«Γιατί, ὅπως τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καὶ τῆς σελήνης, καὶ τὸ φῶς τοῦ πλήθους τῶν ἄστρων, δὲν ἔχασε ἕως τώρα τὴ λάμψη του, οὔτε πάλιωσε ἀπό τὸν καιρὸ τῆς δημιουργίας του ἕως τώρα· καὶ ὅπως κάθε γενεὰ ἀνθρώπων συλλέγεται σὰν ὥριμο σιτάρι ποὺ τὸ θερίζουν στὸν καιρό του, ἐνῶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καὶ τῆς σελήνης καὶ τῶν ἄστρων εἶναι πάντα νέο καὶ ζωηρὸ καὶ λαμπρό, χάρη στὸ νόμο τοῦ Δημιουργοῦ, μὲ τὸν δποῖο ὅρισε σ’ αὐτὰ νὰ ἐξουσιάζουν τὴν ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα• ἔτσι καὶ γιὰ ὅσους τὸν ἀγαποῦν ὅρισε ἀμοιβὴ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ τὴν ἄφθαρτη χαρά. Καὶ ὅπως στὴν περίπτωση τῶν οὐρανίων σωμάτων εἶναι ἀδιάψευστος, ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση αὐτῶν ποὺ τὸν ἀγαποῦν εἶναι ἀληθινός• καὶ αὐτὰ τὰ οὐράνια σώματα θὰ παρέλθουν, ὅταν θελήσει ὁ Δημιουργός, ἀλλά ἡ δόξα τῶν Ἁγίων δὲ θὰ ἔχει τέλος. Ἄς φροντίσουμε λοιπὸν νὰ κάνουμε καρποὺς μετανοίας, γιὰ νὰ μὴν ἀποκλεισθοῦμε ἀπὸ ἐκείνη τὴ χαρά, καὶ ὁδηγηθοῦμε σὲ γῆ σκοτεινὴ καὶ ζοφερή, στὴ γῆ τοῦ αἰώνιου σκότους. Πήγαινε, ἂν θέλεις, στὸν κοιτώνα σου, καὶ κλεῖσε καλὰ τὶς πόρτες, καὶ φράξε τὰ παράθυρα, καὶ κάθισε μέσα, καὶ θὰ δεῖς πόσο ὀδυνηρὸ εἶναι τὸ σκοτάδι, ἐκεῖ ὅπου κάθεσαι δίχως πόνο καὶ βασανιστήρια, ἂν καὶ εἶναι στὴν ἐξουσία σου νὰ ἀνοίξεις καὶ νὰ βγεῖς ἔξω, ὅταν τὸ θελήσεις. Ποιὰ θλίψη λοιπὸν νομίζεις ὅτι ἔχει ἐκεῖνο τὸ ἐξώτερο σκοτάδι, ὅπου θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιών; Κοίταξε μέσα στοὺς καπνοδόχους τοῦ τζακιοῦ σου καὶ κατόπι σήκωσε τὰ μάτια σου πρὸς τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἤλιου καὶ δὲς τὴ διαφορὰ καὶ ἀπόφευγε τὰ ἔργα τοῦ σκοταδιοῦ. Ἡ κακία εἶναι σκοτάδι, ἐνῶ ἡ ἀρετὴ εἶναι φῶς• ἡ κακία, ὅσους τὴν ἐρευνοῦν καὶ ἀσχολοῦνται μ’ αὐτήν, τοὺς κάνει σκοτεινούς, ἐνῶ ἡ ἀρετή, ἐκείνους πού ἀσκοῦνται σ’ αὐτήν καί τήν κατορθώνουν, τούς κάνει λαμπερούς». (Τά κείμενα πού δημοσιεύουμε εἶναι παρμένα ἀπό τό ἔργο: «Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου Ἔργα, τόμος 2ος τῶν ἐκδόσεων «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, σελ. 79 κ.ἑ.)