Λουκᾶ β΄13-14

Δευτέρα 3 Ἰανουαρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεόν καί λεγόντων· δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

 «Ἔξαφνα συνενώθη μέ τόν ἄγγελον πλῆθος στρατοῦ ἀγγέλων ἐξ οὐρανοῦ, οἱ ὁποῖοι ἐδοξολόγουν τόν Θεόν καί ἔλεγον· Δόξα ἄς εἶναι εἰς τόν Θεόν  εἰς τά ὕψιστα μέρη τοῦ οὐρανοῦ ἀπό τούς ἐκεῖ κατοικοῦντας ἀγγέλους· καί εἰς τήν γῆν πού εἶναι ταραγμένη ἀπό τήν ἁμαρτίαν καί ἀπό τά βίαια πάθη της, ἄς βασιλεύσῃ ἡ θεία εἰρήνη· διότι ὁ Θεός ἐξεδήλωσε τώρα λαμπρῶς τήν εὔνοιαν καί εὐαρέσκειάν του εἰς τούς ἀνθρώπους διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ του»

ΣΧΟΛΙΟ (γ)

     «Δεύτερον: Ἡ Γέννησις τοῦ Κυρίου εἶναι δόξα εἰς τὸν Θεόν, διότι ὁ Ἐνανθρωπήσας ἐφανέρωσεν  εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἄπειρον σοφίαν τοῦ Θεοῦ. Πράγματι ὁ Γεννηθείς ἀπεκάλυψεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους μὲ ποῖον ἄριστον τρόπον ἐνήργησεν ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ συνδυασθῆ ἡ δικαιοσύνη του καὶ ἡ ἀγάπη του, προκειμένου νὰ ἔλθη εἰς πέρας ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱόν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχη ζωὴν αἰώνων» (Ἰω. γ’ 16), ἐβεβαίωσεν ὁ ἴδιος. Ἐν τῇ ἐνανθρωπήσει καὶ τῇ θυσία τοῦ Υἱοῦ τῆς εὐδοκίας του ὁ Πάνσοφος Θεὸς συνεδύασεν ἄριστα τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν ἀγάπην του· ἀγάπην, ἀνωτέραν τῆς ὁποίας οὔτε εἶδεν, οὔτε θὰ ἴδη ποτὲ ὁ κόσμος. Ἀγάπην, ἐμπρὸς εἰς τὴν ὁποίαν μένουν ἔκθαμβοι καὶ αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ.
       Ἰδοὺ διατὶ οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ ψάλλουν «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ». Προσθέτουν ὅμως• «Καί ἐπί γῆς εἰρήνη». Δηλαδή, ὁ Χριστὸς ποὺ ἐγεννήθη δὲν εἶναι μόνον δόξα εἰς τὸν ἐν ὑψίστοις Θεόν. Θὰ εἶναι ἀκόμη καὶ εἰρήνη καὶ πηγὴ εἰρήνης δι’ ὅλον τὸν κόσμον. Ἀλλά ποὶα εἶναι ἡ εἰρήνη, τὴν ὁποίαν ἡ Γέννησις τοῦ Κυρίου θὰ ἔφερεν εἰς τὸν κόσμον; Δὲν εἶναι ἀσφαλῶς ἡ εἰρήνη, ἡ πρόσκαιρος καὶ ἐπιπολαία καὶ παροδική, ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων εἰς διαλείμματα πολέμων καὶ ταραχῶν. Οὔτε ἡ εἰρήνη τὴν ὁποίαν ζητοῦν νὰ ἐξασφαλίσουν οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ «σύμφωνα» τῆς εἰρήνης καὶ «μὴ ἐπιθέσεως» καὶ τοὺς διαφόρους διεθνεῖς ὀργανισμούς, μὲ τοὺς ὁποίους νομίζουν, ὅτι θὰ ἐξασφαλίσουν τὴν εἰρήνην, ἀλλά οἱ ὁποῖοι τόσον ἀνίσχυροι παρουσιάζονται εἰς τὸ νὰ διατηρήσουν τὴν εἰρήνην. Ὄχι. Ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ δὲν στηρίζεται εἰς τὰ σύμφωνα καὶ τάς συμβάσεις, ποὺ τόσον εὔκολα τάς παραμερίζουν τὰ συμφέροντα τῶν δυνατῶν καὶ τάς διασποῦν μὲ μεγαλυτέραν εὐκολίαν ἀπό ἐκείνην, μὲ τὴν ὁποίαν διασπᾶται ὁ ἱστὸς τῆς ἀράχνης, διὰ νὰ ριφθῆ πάλιν ὁ κόσμος εἰς τὴν δίνην νέων, καταστρεπτικωτάτων πολέμων. Ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, πηγάζει ἀπό ἀλλοῦ• εἶναι ἄλλης φύσεως. Εἶναι ἡ εἰρήνη ποὺ προέρχεται ἀπό τὴν βαθεῖαν ἀγάπην πρὸς τὸν Θεόν, ἀλλά καὶ πρὸς τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Δι’ αὐτὴν τὴν εἰρήνην ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς μαθητάς του  κατὰ τὴν ἑσπέραν τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. «Εἰρήνην ἄφιημι ὑμῖν, τοὺς εἶπε, εἰρήνην τὴν ἐμήν δίδωμι ὑμῖνν οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγώ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰω. ιδ’ 27).»