Λουκᾶ β΄13-14

Τρίτη 4 Ἰανουαρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεόν καί λεγόντων· δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

 «Ἔξαφνα συνενώθη μέ τόν ἄγγελον πλῆθος στρατοῦ ἀγγέλων ἐξ οὐρανοῦ, οἱ ὁποῖοι ἐδοξολόγουν τόν Θεόν καί ἔλεγον· Δόξα ἄς εἶναι εἰς τόν Θεόν  εἰς τά ὕψιστα μέρη τοῦ οὐρανοῦ ἀπό τούς ἐκεῖ κατοικοῦντας ἀγγέλους· καί εἰς τήν γῆν πού εἶναι ταραγμένη ἀπό τήν ἁμαρτίαν καί ἀπό τά βίαια πάθη της, ἄς βασιλεύσῃ ἡ θεία εἰρήνη· διότι ὁ Θεός ἐξεδήλωσε τώρα λαμπρῶς τήν εὔνοιαν καί εὐαρέσκειάν του εἰς τούς ἀνθρώπους διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ του»

ΣΧΟΛΙΟ (δ)

     «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, τοὺς εἶπε, εἰρήνην τὴν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγώ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰω. ιδ’ 27).  Ὁ κόσμος αὐτὴν τὴν εἰρήνην δὲν τὴν γνωρίζει, οὔτε ἠμπορεῖ νὰ τὴν ἐννοήση. Τὴν ἐννοοῦν μόνον καί τὴν καθιστοῦν κτῆμα των οἱ ἄνθρωποι οἱ ἰδικοί του, οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν πιστεύουν καὶ τὸν ἀκολουθοῦν. Αὐτὴ ἡ εἰρήνη εἶναι ποὺ συμφιλιώνει τὸν ἄνθρωπον μὲ τὸν Θεὸν· τὸν ἄνθρωπον μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους• τὸν ἄνθρωπον μὲ τὸν ἑαυτόν του. Ναί. Τὸν συμφιλιώνει μὲ τὸν Θεόν. Διότι ὅταν ὁ ἄνθρωπος πιστεύση εἰς τὸν Θεὸν καὶ Σωτῆρα καὶ μετανοήση διὰ τάς ἁμαρτίας του καὶ ἀκολουθῆ σταθερῶς τὸν Ἰησοῦν, ἀπαλλάσσεται ἀπό τὰ ἁμαρτωλὰ καὶ βασανιστικὰ πάθη του, ἐλευθερώνεται ἀπό τὴν τύψιν ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἐνοχή καὶ εἰρηνεύει μαζί του, ζῶν εἰς κατάστασιν μακαρὶαν καὶ εὐτυχῆ. Καὶ πῶς ὄχι; Ὁ Χριστός, κατὰ τὴν ὡραίαν ἔκφρασιν τοῦ θείου Παύλου, ἐνῶ ἤμεθα ἀποξενωμένοι ἀπό τὸν Θεὸν καὶ ἐχθροί του μὲ τὰ πονηρά μας ἔργα, μᾶς εἰρήνευσε καὶ μᾶς συνεφιλίωσε μὲ τὸν Θεὸν χάρις εἰς τὴν θείαν ἐνσάρκωσίν του καὶ τὸν θάνατόν του, διὰ νὰ μᾶς παρουσιάση ἐνώπιόν του ἁγίους καὶ ἀμέμπτους καὶ ἀπηλλαγμένους ἀπό κάθε κατηγορίαν» (Κολασ. α’ 21-22). Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ εἰρήνη συμφιλιώνει καί τοὺς ἀνθρώπους μεταξὺ των. Καὶ εἶναι τοῦτο πολὺ φυσικόν. Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος συνεφιλιώθη μὲ τὸν Θεὸν καὶ ὁ Χριστός, δηλαδὴ ἡ ἀγάπη κατοικεῖ μέσα του καὶ ἡ ψυχὴ του εἶναι πλέον ἠλευθερωμένη ἀπό τὴν κακίαν καὶ τὰ πάθη, ποὺ δημιουργοῦν ἐχθρότητας καὶ διασποῦν τὴν ἑνότητα, πῶς δὲν θὰ εἶναι συμφιλιωμένος μὲ τοὺς ἀδελφούς του; Ὅσοι ἔκαμαν κτῆμα των τὴν εὐλογημένην ἀναγέννησιν, αὐτοὶ ἠσθάνθησαν νὰ κρημνίζωνται τὰ τείχη ποὺ τοὺς ἐχώριζαν ἀπό τούς ἄλλους, νὰ λειώνουν οἱ πάγοι τῆς ἀντιπάθειας καὶ νὰ ζοῦν εἰς μίαν ἀτμόσφαιραν εἰρήνης, ποὺ εὔκολα δὲν περιγράφεται. Εἰρηνεύουν οἱ σύζυγοι μεταξὺ των καὶ τὰ λοιπὰ μέλη τῆς οἰκογενείας• εἰρηνεύουν οἱ κάτοικοι τῶν χωριῶν καὶ τῶν πόλεων, εἰρηνεύουν οἱ λαοὶ μεταξὺ τῶν. Τί εὐλογημένη εἰρήνη! Τί ἁγία κατάστασις!»