Λουκᾶ β΄15-18

Τετάρτη 12 Ἰανουαρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

««Καὶ ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον ἀπ’ αὐτῶν  εἰς τὸν οὐρανόν οἱ ἄγγελοι, καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους• διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὅ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν. Καὶ ἦλθον σπεύσαντες, καὶ ἀνεῦρον τὴν τε Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ, ἰδόντες δὲ διεγνώρισαν περὶ τοῦ ρήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περὶ τοῦ παιδιοῦ τούτου• καὶ πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν περὶ τῶν λαληθέντων ὑπό τῶν ποιμένων πρὸς αὐτούς»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

 «Ὅταν οἱ ἄγγελοι ἔφυγον ἀπό αὐτοὺς καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν οὐρανόν, τότε οἱ ἄνθρωποι, δηλαδὴ οἱ ποιμένες, εἶπον μεταξύ τους• Ἄς περάσωμεν λοιπὸν διὰ μέσου τῆς πεδιάδος μέχρι τῆς Βηθλεὲμ καὶ ἂς ἴδωμεν αὐτό, πού μας εἶπεν ὁ ἄγγελος, ὅτι ἔγινε καὶ τὸ ὁποῖον μᾶς ἐγνωοτοποίησεν ὁ Κύριος. Καὶ ἦλθαν γρήγορα, καὶ κατώρθωσαν νὰ εὕρουν καὶ τὴν Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος τοποθετημένον εἰς τὴν φάτνην, περὶ τῆς ὁποίας τοὺς εἶχεν ὁμιλήσει ὁ ἄγγελος. Ὅταν δὲ εἶδαν αὐτά, ποὺ ἐσυμφωνοῦσαν μὲ ὅσα πρὸ ὀλίγου εἶχαν ἀκούσει, ἐγνωστοποίησαν λεπτομερῶς καὶ τὰ ὅσα τοὺς εἶχαν λεχθῆ ἀπό τὸν ἄγγελον περὶ τοῦ παιδίου τούτου. Καὶ ὅλοι ὅσοι ἤκουσαν, ἐθαύμασαν δι’ ὅσα ἐλέχθησαν εἰς αὐτοὺς ἀπό τούς ποιμένας.»

ΣΧΟΛΙΟ

     «Ἐν ἀντιθέσει ὅμως πρός τους ἀκούσαντας καὶ ἁπλῶς θαυμάσαντας, «ἡ Μαριὰμ πάντα συνετήρει τὰ ρήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (στίχ. 19). Ἤτοι: Ἡ Μαρία διετήρει ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους εἰς τὴν καρδίαν καὶ τὴν μνήμην της καὶ συνέκρινεν αὐτοὺς πρὸς ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἀπό τὴν ὥραν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της ἐγνωριζε περὶ τοῦ παιδίου, ἐμβαθύνουσα οὕτω περισσότερον εἰς τὸ συντελεσθὲν μυστήριον.
     Σπουδαίαν ἀλήθειαν μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ στίχος αὐτός. Ἡ πανάμωμος τοῦ Κυρίου μήτηρ δὲν ἀσχολεῖται μὲ ἄλλο τι εἰς τὴν διανοιάν της, οὔτε τῆς ἑλκύει τὴν προσοχὴν ἄλλο τι, εἰ μὴ τὸ μυστήριον, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου εὑρίσκεται. Ἀπό τὴν ὥραν ποὺ ἐδέχθη τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος τῆς ἀπεκάλυψεν, ὅτι θὰ γίνη μητέρα τοῦ Θεοῦ μέχρι τώρα ποὺ ἐδέχθη τὴν ἐπίσκεψιν τῶν ποιμένων καὶ ἤκουσεν ἀπό τὸ στόμα των τὰ ὅσα ἐκεῖνοι διηγήθησαν, μακρὰ σειρὰ γεγονότων ἔλαβον χώραν. Αὐτὰ τὰ σκέπτεται, τὰ μελετᾶ, τὰ συγκρίνει, προσπαθεῖ νὰ εὕρη τὴν μεταξὺ των σχέσιν καὶ τὸ βαθύτερον νόημα των. Τὰ μελετᾶ εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς της. Τὰ μελετᾶ χωρὶς νὰ τὰ συζητῆ. Τὰ μελετᾶ ἐν σιωπῇ βαθείᾳ. Δὲν τὰ ἀνακοινώνει. Δέν τά σκορπίζει δεξιὰ καὶ ἀριστερά. Αὐτὴ ἡ μελέτη καὶ ἡ σύγκρισις τόσον τὴν ἐβοήθησαν νὰ ἐπηρεάζεται βαθύτατα ἀπό τὸ μυστήριον, εἰς τὸ ὁποῖον ἐκλήθη νὰ ὑπηρέτηση.
       Εἰς ἔργον σωτηρίας καλεῖ καὶ ἠμᾶς ὁ Θεός. Ἀλλά τὸ ἔργον αὐτὸ συνδέεται μὲ μελέτην ἀληθειῶν, ποὺ περιλαμβάνονται εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Αὐτάς τάς ἀληθείας καλεῖται καθεὶς νὰ μελετᾶ, νὰ έμβαθύνη εἰς αὐτάς• νὰ τάς κάμνη κτῆμα του· νὰ τάς συγκρίνη μὲ ἄλλας• νὰ τάς ἀφομοιώνη. Μακάριος καὶ εὐτυχής ὅποιος τὸ κατορθώνει. Αὐτὸς ἐγνώρισε τὸ πραγματικὸν καί μόνιμον καὶ αἰώνιον συμφέρον του. Αὐτός, «δόκιμος γενόμενος λήψεται τόν στεφανόν τῆς ζωῆς» (Ἰακ. α’ 12).