Λουκᾶ β΄15-18

Σάββατο 8 Ἰανουαρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Καὶ ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον ἀπ’ αὐτῶν  εἰς τὸν οὐρανόν οἱ ἄγγελοι, καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους• διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὅ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν. Καὶ ἦλθον σπεύσαντες, καὶ ἀνεῦρον τὴν τε Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ, ἰδόντες δὲ διεγνώρισαν περὶ τοῦ ρήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περὶ τοῦ παιδιοῦ τούτου• καὶ πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν περὶ τῶν λαληθέντων ὑπό τῶν ποιμένων πρὸς αὐτούς»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

 «Ὅταν οἱ ἄγγελοι ἔφυγον ἀπό αὐτοὺς καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν οὐρανόν, τότε οἱ ἄνθρωποι, δηλαδὴ οἱ ποιμένες, εἶπον μεταξύ τους• Ἄς περάσωμεν λοιπὸν διὰ μέσου τῆς πεδιάδος μέχρι τῆς Βηθλεὲμ καὶ ἂς ἴδωμεν αὐτό, πού μας εἶπεν ὁ ἄγγελος, ὅτι ἔγινε καὶ τὸ ὁποῖον μᾶς ἐγνωοτοποίησεν ὁ Κύριος. Καὶ ἦλθαν γρήγορα, καὶ κατώρθωσαν νὰ εὕρουν καὶ τὴν Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος τοποθετημένον εἰς τὴν φάτνην, περὶ τῆς ὁποίας τοὺς εἶχεν ὁμιλήσει ὁ ἄγγελος. Ὅταν δὲ εἶδαν αὐτά, ποὺ ἐσυμφωνοῦσαν μὲ ὅσα πρὸ ὀλίγου εἶχαν ἀκούσει, ἐγνωστοποίησαν λεπτομερῶς καὶ τὰ ὅσα τοὺς εἶχαν λεχθῆ ἀπό τὸν ἄγγελον περὶ τοῦ παιδίου τούτου. Καὶ ὅλοι ὅσοι ἤκουσαν, ἐθαύμασαν δι’ ὅσα ἐλέχθησαν εἰς αὐτοὺς ἀπό τούς ποιμένας.»

ΣΧΟΛΙΟ (α)

     «…ὡς ἀπῆλθον… οἱ ἄγγελοι, …οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους διέλθωμεν… καὶ ἴδωμεν…». Δὲν ἀφήνουν οἱ ποιμένες νὰ περάση χρόνος, διὰ νὰ λάβουν τάς ἀποφάσεις των. Ἀμέσως μόλις οἱ ἄγγελοι ἔφυγον ἀπό ἐμπρὸς των, χωρὶς πολλὴν καθυστέρησιν καὶ χωρὶς πολλάς σκέψεις, παίρνουν τὴν ἀπόφασίν των. Ποὶα δὲ ἦτο ἡ ἀπόφασίς των; Νὰ σπεύσουν καὶ νὰ ἴδουν μὲ τὰ μάτια των αὐτὰ ποὺ τοὺς μετέδωκεν ὁ ἄγγελος. Νὰ μεταβοῦν εἰς ἀναζήτησιν τοῦ παιδίου καὶ νὰ τὸ ἴδουν ἐσπαργανωμένον εἰς τὴν φάτνην. Δὲν λέγουν ἂς ἀναβάλωμεν ὀλίγον εἶναι νύχτα. Οὔτε διατυπώνουν ἀμφιβολίας, ἂν εἶναι σωστὰ ὅσα ἤκουσαν. Ἀλλά μὲ σπουδήν, ἀνάλογον πρὸς τὴν σημασίαν τοῦ γεγονότος ποὺ τοὺς ἀπεκαλύφθη, παίρνουν τὴν ἀπόφασίν των. Οὔτε ἡ ἀπόστασις τούς ἐμποδίζει• οὔτε τῶν προβάτων ἡ παρακολούθησις ματαιώνει τὸ σχέδιον των. Ἀποφασίζουν χωρὶς ἀναβολὴν καὶ ἐκτελοῦν μὲ σπουδήν, μὲ βιασύνην τὸ ἀποφασισθέν. Ἔχει ἰδιαιτέραν σημασίαν τὸ «ἦλθον σπεύσαντες». Ἦλθαν ὄχι μὲ βῆμα ἀργόν καὶ μὲ βραδύτητα, ποὺ θὰ ἐδείκνυε, ὅτι δὲν κάνουν τὸ ταξίδι μὲ τὴν καρδιὰν των, ἀλλά μὲ βῆμα ταχύ, μὲ σπουδὴν καὶ βιασύνην, διὰ νὰ ἰδοῦν αὐτὸ πού τους έβεβαίωσεν ὁ ἄγγελος, ὅτι ἔγινεν. Ἐάν ἀνέβαλλον, ἐάν δὲν ἀπεφάσιζαν ἀμέσως καὶ δὲν ἐξετέλουν τὴν ἀπόφασίν των μετὰ σπουδῆς, ἴσως θὰ ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ ματαιωθῆ ἡ ἐπίσκεψις. Τὸ δίδαγμα εἶναι φανερόν. Ἀποφάσεις καὶ ἐνέργειαι ποὺ ἔχουν σχέσιν μὲ τὴν γνωριμίαν μας μὲ τὸν Ἰησοῦν, πρέπει νὰ λαμβάνωνται ἄνευ ἀναβολῆς καὶ νὰ ἐκτελοῦνται μετὰ σπουδῆς. Ἄλλως ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ματαιωθοῦν. Καὶ ἡ ματαίωσις ἔχει βαρυτάτας συνεπείας. Ἔκρουσε, λοιπόν, ὁ Θεὸς τὴν πόρταν τῆς ψυχῆς μας καὶ μᾶς προσεκάλεσε μὲ οἱονδήποτε τρόπον γνωρίζει ἡ σοφία του νὰ σπεύσωμεν εἰς τὴν ἐξομολόγησιν, εἰς τὴν Θείαν Κοινωνίαν, εἰς τὴν συνάντησιν τοῦ Ἰησοῦ, ἄς μὴ ἀναβάλλωμεν. Ἄς μὴ λέγωμεν «ἔχομεν καιρόν». Ἤ «σήμερα δὲν εὐκαιρῶ• αὔριον βλέπομεν». Διότι ἡ ἀναβολὴ σημαίνει ἐν πολλοῖς ματαίωσιν. Ποῖος βεβαιώνει, ὅτι καὶ αὔριον δὲν θὰ παρουσιασθοῦν ἐργασίαι; Ἤ κάποιο ἔκτακτο συμβὰν δὲν θὰ ἔλθη διὰ νὰ παραμερίση τὴν ἀπόφασιν καὶ τὴν μετάθεση εἰς τὸ ἄγνωστον καὶ ἄδηλον μέλλον; Πόσοι δὲν ἀπέτυχον εἰς τὴν σωτηρίαν των, διότι συνεχῶς ἀνέβαλλον νὰ κάμουν χρῆσιν τῶν μέσων τῆς χάριτος!»