Δευτέρα 10 Ἰανουαρίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
««Καὶ ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον ἀπ’ αὐτῶν εἰς τὸν οὐρανόν οἱ ἄγγελοι, καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους• διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὅ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν. Καὶ ἦλθον σπεύσαντες, καὶ ἀνεῦρον τὴν τε Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ, ἰδόντες δὲ διεγνώρισαν περὶ τοῦ ρήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περὶ τοῦ παιδιοῦ τούτου• καὶ πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν περὶ τῶν λαληθέντων ὑπό τῶν ποιμένων πρὸς αὐτούς»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ὅταν οἱ ἄγγελοι ἔφυγον ἀπό αὐτοὺς καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν οὐρανόν, τότε οἱ ἄνθρωποι, δηλαδὴ οἱ ποιμένες, εἶπον μεταξύ τους• Ἄς περάσωμεν λοιπὸν διὰ μέσου τῆς πεδιάδος μέχρι τῆς Βηθλεὲμ καὶ ἂς ἴδωμεν αὐτό, πού μας εἶπεν ὁ ἄγγελος, ὅτι ἔγινε καὶ τὸ ὁποῖον μᾶς ἐγνωοτοποίησεν ὁ Κύριος. Καὶ ἦλθαν γρήγορα, καὶ κατώρθωσαν νὰ εὕρουν καὶ τὴν Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος τοποθετημένον εἰς τὴν φάτνην, περὶ τῆς ὁποίας τοὺς εἶχεν ὁμιλήσει ὁ ἄγγελος. Ὅταν δὲ εἶδαν αὐτά, ποὺ ἐσυμφωνοῦσαν μὲ ὅσα πρὸ ὀλίγου εἶχαν ἀκούσει, ἐγνωστοποίησαν λεπτομερῶς καὶ τὰ ὅσα τοὺς εἶχαν λεχθῆ ἀπό τὸν ἄγγελον περὶ τοῦ παιδίου τούτου. Καὶ ὅλοι ὅσοι ἤκουσαν, ἐθαύμασαν δι’ ὅσα ἐλέχθησαν εἰς αὐτοὺς ἀπό τούς ποιμένας.»
ΣΧΟΛΙΟ (γ)
«Ἀλλά δὲν περιωρίσθησαν οἱ ποιμένες εἰς τὸ νὰ ἴδουν τὸν γεννηθέντα Σωτῆρα καὶ νὰ πιστοποιήσουν ἐπάνω εἰς τὰ πράγματα τὰ λόγια τοῦ ἀγγέλου. Εὐθὺς ὡς ἐβγῆκαν ἀπό τὰ σπήλαιον καὶ ἐπέστρεφον χαρούμενοι εἰς τὰ ἔργα των, «ἰδόντες διεγνώρισαν περὶ τοῦ ρήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περὶ τοῦ παιδίου τούτου». Ἡ πεποίθησις ἡ τελεία ποὺ ἀπέκτησαν περὶ τῆς ἀληθείας τῶν λόγων ποὺ τοὺς εἶπεν ὁ ἄγγελος ὁδηγεῖ τούς ποιμένας εἰς τὸ νὰ γνωστοποιήσουν εἰς ὅλους ὅσους συναντοῦσαν τὰ θαυμαστὰ καὶ παράδοξα αὐτὰ πράγματα. Πῶς δηλαδὴ τοὺς ἐνεφανίσθη ὁ ἄγγελος• πῶς εἶδαν τὴν στρατιὰν τῶν ἀγγέλων· πῶς ἤκουσαν τὸν ὑπέροχον ὕμνον των· πῶς ἐπεσκέφθησαν καὶ εἶδαν τὸν γεννηθέντα Σωτῆρα. Ἔτσι οἱ ἀφελεῖς τῆς περιχώρου τῆς Βηθλεὲμ ποιμένες γίνονται οἱ πρῶτοι κήρυκες τοῦ μεγάλου γεγονότος. Καὶ ὅπως εἰς τὸ ἐξαίσιον γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως γυναῖκες γίνονται αἱ πρῶται, ποὺ τὸ ἀκούουν καὶ τὸ μεταδίδουν, ἔτσι καὶ ἐδῶ• πτωχοὶ καὶ ἄκακοι καὶ ἀπονήρευτοι ποιμένες μεταφέρουν τὴν εἴδησιν περὶ τῆς πραγματοποιήσεως τοῦ «μυστηρίου τοῦ ἀποκεκρυμμένου ἀπό τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ» (Ἐφεσ. γ’ 9). Εὐτυχεῖς πράγματι ἄνθρωποι. Εὐλογημένοι, τιμημένοι ἀπό τὸν Θεὸν ὀνομαστοί. Ἄς μὴ εἶναι γνωστὰ τὰ ὀνόματά των· εἶναι γνωστὰ τὰ ἔργα των· ἔργα ποὺ θὰ κηρύττωνται ὅσον θὰ ὑπάρχη κόσμος. Δὲν ἀξίζει νὰ τοὺς τιμῶμεν καὶ ἡμεῖς; Ἡ Ἐκκλησία τοὺς τιμᾶ καὶ τοὺς ἔχει κατατάξει εἰς τοὺς ἁγίους της. Ἄς μᾶς ἐμπνέη τὸ ὡραῖον παράδειγμά τους.
Ποὶα δὲ ὑπῆρξεν ἡ ἐντύπωσις ὅσων ἤκουον τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ πράγματα ἀπό τὸ στόμα τῶν ποιμένων;»