Κυριακή 9 Ἰανουαρίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
««Καὶ ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον ἀπ’ αὐτῶν εἰς τὸν οὐρανόν οἱ ἄγγελοι, καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους• διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὅ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν. Καὶ ἦλθον σπεύσαντες, καὶ ἀνεῦρον τὴν τε Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ, ἰδόντες δὲ διεγνώρισαν περὶ τοῦ ρήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περὶ τοῦ παιδιοῦ τούτου• καὶ πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν περὶ τῶν λαληθέντων ὑπό τῶν ποιμένων πρὸς αὐτούς»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ὅταν οἱ ἄγγελοι ἔφυγον ἀπό αὐτοὺς καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν οὐρανόν, τότε οἱ ἄνθρωποι, δηλαδὴ οἱ ποιμένες, εἶπον μεταξύ τους• Ἄς περάσωμεν λοιπὸν διὰ μέσου τῆς πεδιάδος μέχρι τῆς Βηθλεὲμ καὶ ἂς ἴδωμεν αὐτό, πού μας εἶπεν ὁ ἄγγελος, ὅτι ἔγινε καὶ τὸ ὁποῖον μᾶς ἐγνωοτοποίησεν ὁ Κύριος. Καὶ ἦλθαν γρήγορα, καὶ κατώρθωσαν νὰ εὕρουν καὶ τὴν Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος τοποθετημένον εἰς τὴν φάτνην, περὶ τῆς ὁποίας τοὺς εἶχεν ὁμιλήσει ὁ ἄγγελος. Ὅταν δὲ εἶδαν αὐτά, ποὺ ἐσυμφωνοῦσαν μὲ ὅσα πρὸ ὀλίγου εἶχαν ἀκούσει, ἐγνωστοποίησαν λεπτομερῶς καὶ τὰ ὅσα τοὺς εἶχαν λεχθῆ ἀπό τὸν ἄγγελον περὶ τοῦ παιδίου τούτου. Καὶ ὅλοι ὅσοι ἤκουσαν, ἐθαύμασαν δι’ ὅσα ἐλέχθησαν εἰς αὐτοὺς ἀπό τούς ποιμένας.»
ΣΧΟΛΙΟ (β)
Ἔπειτα διατὶ λησμονοῦμεν, ὅτι μόνον τὸ σήμερον ἔχομεν εἰς τὴν διάθεσίν μας; Τὸ αὔριον δὲν εἶναι ἰδικόν μας. Καὶ ποτὲ κανεὶς δὲν γνωρίζει «τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα». (Παροιμ. γ’ 28). Δι’ αὐτὸ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ φωνάζει καὶ προτρέπει ἐντόνως: «Σήμερον ἐάν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τάς καρδίας ὑμῶν» (Ἑβρ. γ’ 7). Σήμερον δηλαδὴ συντόμως• χωρὶς ἀναβολὴν ἐν ὅσῳ ὑπάρχει ἀκόμη καιρός. Διότι ὑπάρχει κίνδυνος σκληρύνσεως ἀπό τὴν ἁμαρτίαν.
Ὁποία δὲ ὑπῆρξεν ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἱκανοποίησις τῶν ποιμένων, ὅταν «ἀνεῦρον τὴν τε Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τὴ φάτνῃ». Ὅπως ἀκριβῶς τοὺς τὰ εἶχεν εἴπει ὁ ἄγγελος. Μέσα εἰς τὴν πτωχείαν καὶ τὴν ἀφάνειαν ὁ σωτὴρ εἶναι βρέφος ἐσπαργανωμένον καὶ τὸ παραστέκουν ἡ μητέρα του, ἡ Μαριὰμ καὶ ὁ προστάτης της ὁ Ἰωσήφ. Μὲ ποὶαν εὐλάβειαν καὶ μὲ ποῖον σεβασμὸν θὰ ἐστάθησαν ἀπέναντι τοῦ θείου βρέφους! Ἀλλά καὶ ποὶαν ἐντύπωσιν θὰ ἐδημιούργησεν εἰς τὴν Παναγίαν μητέρα του καὶ εἰς τὸν Ἰωσὴφ ἡ ἐπίσκεψις των! Θὰ πρέπη ἄραγε νὰ ἀμφιβάλλωμεν, ὅτι οἱ εὐλαβεῖς ποιμένες θὰ ἐξέθεσαν τοῦ ἀγγέλου τὸ μήνυμα καὶ τῆς οὐρανίου στρατιᾶς τὸν ὕμνον; Καὶ πόσον ὅλα αὐτὰ τοὺς ἐγέμισαν θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξιν; Ἤ ὅτι καί ἡ Μαρία, ἀφοῦ ἤκουσεν ἀπό τὸ στόμα των τέτοια θαυμαστὰ πράγματα, θὰ τοὺς εἶπε, μερικὰ ἔστω, ἀπό τὰ θαυμαστὰ πράγματα, πού ἀνεφέροντο εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Μονογενοῦς της; Πόσον, ἀλήθεια, στηρζουν καὶ ἐνδυναμώνουν τάς ψυχάς ἐπικοινωνίαι πνευματικαί, κατὰ τάς ὁποίας ἀνακοινώνονται ἐνέργειαι καὶ ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ, διὰ τῶν ὁποίων μᾶς ἀποκαλύπτεται τὸ ἅγιον θέλημά του! Ὅπως ὀρθῶς παρετηρήθη «διὰ τῆς πρὸς ἀλλήλους ἀνακοινώσεως καὶ πείρας (τῶν ποιμένων καὶ τῆς Θεοτόκου) μεγάλως ἐστηρίχθησαν ἀμφότερα τὰ μέρη εἰς τὴν πίστιν των».