Πέμπτη 13 Ἰανουαρίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Καὶ ὕπεστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπί πᾶσιν οἵς ἤκουσαν καὶ εἶδον, καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἐγύρισαν πίσω οἱ ποιμένες εἰς τὸ ποίμνιόν των καί ἐδόξαζαν καί ὑμνολόγουν τὸν Θεὸν δι’ ὅλα ὅσα ἤκουσαν ἀπό τὸν ἂγγελον καὶ ὅσα εἶδον τὰ μάτια των, ὅταν ἐπῆγαν εἰς τὴν Βηθλεέμ, καί τὰ ὁποῖα ἦσαν ἀκριβῶς, ὅπως τοὺς τὰ εἶπεν ὁ ἄγγελος»
ΣΧΟΛΙΟ
«Ὕπεστρεψαν… δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεόν». Ποῖος ἠμπορεῖ νὰ περιγράψη τὴν χαρὰν καὶ τὴν ἀγαλλίασιν τῶν ἁπλῶν αὐτῶν ποιμένων, ὅταν, ἀφοῦ ἐπετέλεσαν τὸ καθῆκον των, ἐγύρισαν πάλιν εἰς τὸ καθημερινὸν των ἔργον; Ἀλλὰ καὶ ποῖος εἶναι δυνατὸν νὰ περιγράψη τὴν ψυχικὴν ἀγαλλίασιν τῶν πιστῶν, ὅταν ἐπιστρέφουν ἀπό ἑορτάς ἐκκλησιαστικάς, ὅπου προσεκύνησαν εἰς τὸν Ναὸν τὸν Θεόν, ἤκουσαν ὕμνους καὶ δοξολογίας, ἐνωτίσθησαν εὐαγγελικῶν ρημάτων, ἡνώθησαν μὲ τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας; Ὤ! Εἶναι θαυμασία ἡ ἀτμόσφαιρα ποὺ δημιουργεῖται εἰς τὴν ψυχὴν μὲ τὴν παρακολούθησιν κατανυκτικῶν καί λαμπρῶν συγχρόνως ἀκολουθιῶν, μάλιστα κατὰ τάς μεγάλας τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ μας ἔτους ἑορτάς, τὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια, τὴν Βαϊοφόρον, τὸ Πάσχα, τὴν Πεντηκοστὴν κ.ο.κ. Ἐκεῖ γαληνεύει ἡ ψυχή, ὑψώνεται ἀπό τὰ γήϊνα, πλησιάζει τὸν Θεόν, ἀγωνίζεται νὰ ἑνωθῆ μαζί του. Φῶς εἰς τὸν Ναόν, φῶς εἰς τὴν ψυχήν, φῶς παντοῦ. Ποίων, λοιπόν, ἀγαθῶν στεροῦν τὸν ἑαυτόν των ὅσοι δὲν θεωροῦν ἀπαραίτητον νὰ ἐκκλησιασθοῦν ἔστω κατ’ αὐτάς τάς μεγάλας ἑορτάς καί νὰ μετάσχουν τῆς χαρᾶς ποὺ δίδουν εἰς τοὺς μετ’ εὐλαβείας παρακολουθοῦντας ταύτας! Οἱ πιστοὶ ὄχι μόνον τάς παρακολουθοῦν, ἀλλά καί ἐπιστρέφουν εἰς τὰ σπίτια των, μιμούμενοι τοὺς ποιμένας, οἱ ὁποῖοι ἐδόξαζον συνεχῶς καὶ ἐδοξολόγουν τὸν Θεόν. Ὑμνοῦν καὶ δοξολογοῦν τὸν Θεὸν καὶ οἱ Χριστιανοὶ καὶ ψάλλουν ὕμνους γνωστούς, διὰ νὰ ἐκδηλώσουν μὲν τὴν χαρὰν των, διότι εὑρίσκονται μεταξὺ ἐκείνων ποὺ προορίζονται διὰ τὴν σωτηρίαν, διὰ νὰ ἀποτελοῦν ὅμως ἀκόμη οἱ ὕμνοι των ἀντίδοτον τῶν τόσων ἀσέμνων καί ἀσεβῶν πολλάκις ἀσμάτων, μὲ τὰ ὁποῖα μολύνονται καί αὐταί ἀκόμη αἱ ἅγιαι ἡμέραι τῶν μεγάλων ἑορτῶν. Καὶ αἱ μὲν δοξολογίαι τῶν ποιμένων ἐξεκινοῦσαν ἀπό τὸν θαυμασμὸν των διὰ τὰ ὅσα ἤκουσαν ἀπό τὸ στόμα τοῦ ἀγγέλου καὶ ἀπό τὸ ὅτι εἰς τὴν Βηθλεὲμ τὰ εὑρῆκαν ὅπως ἐκεῖνος τὰ εἶχεν εἴπει• τῶν Χριστιανῶν δὲ οἱ ὕμνοι ἰδιαιτέρως κατὰ τάς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων θὰ ξεκινοῦν ἀπό τὴν βαθεῖαν συγκίνησιν, ποὺ δημιουργεῖ ἡ πεποίθησις, ὅτι ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ἐνηνθρώπησε, διὰ νὰ μᾶς ἀναδείξη παιδιά του καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας του. Τί τούτου ἀνώτερον καὶ μεγαλειωδέστερον;»