Ματθ. β΄11

Δευτέρα 31  Ἰανουαρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Καί ἐλθόντες εἰς τήν οἰκίαν εἶδον τό παιδίον μετά Μαρίας τῆς μητρός αὐτοῦ, καί πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, καί ἀνοίξαντες τούς θησαυρούς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσόν καί λίβανον καί σμύρναν»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Ἀφοῦ δηλαδή ἦλθαν εἰς τό σπίτι, εἶδαν τό παιδίον μέ τήν μητέρα του Μαρίαν, καί ἀφοῦ ἔπεσαν κατά γῆς τό προσεκύνησαν καί ἀνοίξαντες τά θησαυροφυλάκιά τους τοῦ προσέφεραν δῶρα, χρυσόν καί λίβανον καί σμύρναν.»

ΣΧΟΛΙΟ (ε) 

     «Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι ἡ προσφορά τῶν δώρων ἐκ μέρους τῶν μάγων προήρχετο ἀπό τήν ἐκχείλισιν τῆς καρδίας των ἐξ αἰσθημάτων λατρείας καί ἀφοσιώσεως πρός τόν γεννηθέντα βασιλέα. Ἀλλ’ ἄν οἱ εἰδωλολάτραι ἐκεῖνοι σοφοί, ὡδηγημένοι ἀπό τόν Θεόν ἀσφαλῶς, τοιαύτην ἐξεδήλωσαν πρός τόν Σωτῆρα ἀφοσίωσιν, ὥστε μαζί μέ τήν τόσον ταπεινήν προσκύνησίν των νά τοῦ προσφέρουν καί τά πλούσια καί πολύτιμα δῶρα των, ποῖον ἆραγε χρέος καί καθῆκον βαρύνει ἡμᾶς; Διότι ἡμεῖς εἴμεθα οἱ ὑπήκοοί του• οἱ πολῖται τῆς βασιλείας του, τήν ὁποίαν Ἐκεῖνος ἵδρυσε διά τοῦ Τιμίου του αἵματος• εἴμεθα οἱ ἐξαγορασθέντες ὑπ’ αὐτοῦ διά τοῦ Σταυρικοῦ του θανάτου. Τί λοιπόν εἰς ἀνταπόδοσιν ὅλων αὐτῶν θά τοῦ προσφέρωμεν; Ὤ! Δέν ἔχει ἀνάγκην ἀπό δῶρα ὑλικά. Δέν τά χρειάζεται αὐτά. Χρειάζεται ὅμως κάτι ἀσυγκρίτως πολυτιμότερον. Χρειάζεται νά τοῦ δώσωμεν τόν ἑαυτόν μας• νά τοῦ δώσωμεν τήν καρδίαν μας νά τήν διακυβερνήση Ἐκεῖνος· νά τοῦ δώσωμεν τάς ἁμαρτίας μας, διά νά τάς συγχωρήση• νά καθαρίση τήν ἀκάθαρτον καρδίαν μας• νά τήν ἐλευθερώση ἀπό πάντα μολυσμόν νά τήν κάμη κατοικητήριον ἰδικόν του• θρόνον τῆς χάριτός Του. Τοῦ τήν ἐδώσαμεν ὅμως τήν καρδίαν μας; Τόν ἐκάμαμεν βασιλέα καί κυβερνήτην μας; Τοῦ προσεφέραμεν τάς σκέψεις μας, τά αἰσθήματά μας, τήν θέλησίν μας; Ἐάν ὄχι, τί περιμένομεν; Ἡ τόσον συγκινητική προσφορά τῶν μάγων ἄς κινήση ὅλον τό ἐσωτερικόν μας, ὥστε ὁλόκληρον νά τόν παραδώσωμεν εἰς Ἐκεῖνον, πού ἑαυτόν παρέδωκεν ὑπέρ ἡμῶν. Ποία χαρά καί ἱκανοποίησις τότε! Ἀλλά καί ποία ἀνταπόδοσις!
      Ἀλλ’ ἀφοῦ τώρα πλέον οἱ μάγοι ἐπέτυχαν τοῦ ποθούμενου, πρέπει νά ἐπίστρέψουν εἰς τόν Ἡρώδην καί νά τοῦ ἐκθέσουν ὄχι ὅσα ἐπληροφορήθησαν ἁπλῶς, ἀλλά ὅσα εἶδαν μέ τά ἴδια τους τά μάτια. Ὄχι ὅμως, δέν πρέπει νά ἐπιστρέψουν. Διότι ἄλλην ἐντολήν λαμβάνουν ἀπό τόν οὐρανόν. Ποίαν ἐντολήν; Τήν εὑρίσκομεν εἰς τόν τελευταῖον στίχον τῆς διηγήσεως, πού ὁ Ἱερός Εὐαγγελιστής διέθεσε διά τό ἐξαίσιον γεγονός.»