Σάββατο 12 Μαρτἰου 2011
Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου
Μὴν ἀπορρίπτεις τὴν ἐν Χριστῷ ὑπακοή, διότι ὁ καρπὸς της εἶναι βέβαιος καὶ ἀσφαλής (γ)
"Ἀλίμονο τί νὰ κάνω ὁ ἄθλιος; Ἡ ἀδυναμία μου εἶναι μεγάλη• μὲ πιέζει ἡ μοναξιὰ καὶ ἡ φτώχεια καὶ ἡ χαλάρωση τῶν δυνάμεών μου. Δὲν μπορῶ νὰ ἐργασθῶ• ντρέπομαι νὰ ζητιανέψω. Ἀποξενώθηκα ἀπὸ τὴν περιουσία μου. Ἐνῷ μποροῦσα νὰ ζῶ μὲ καλοπέραση, ἔπεσα μέσα σὲ δυστυχία. Αὐτοὶ ποὺ προηγουμένως μὲ μακάριζαν, τώρα μὲ ὀνειδίζουν. Ἡ λύπη πιέζει τὴν καρδιά μου ἐξαιτίας τῆς συμφορᾶς ποὺ μὲ περιζώνει. Κανεὶς δὲ βρίσκεται ποὺ νὰ μὲ βοηθήσει• κανεὶς δὲ βρίσκεται ποὺ νὰ συμμεριστεῖ τὴ συμφορά μου. Ἔπεσα σὲ μεγάλη περιφρόνηση. Ὁ τάδε ἔγινε ἱερεὺς καὶ ὁ τάδε τοποθετήθηκε προϊστάμενος• ἐνῷ ἐγὼ παρέμεινα ἄσημος καὶ ἄδοξος καὶ περιφρονημένος. Κανεὶς δὲ βρίσκεται ποὺ νὰ περιποιεῖται ἐμένα ποὺ ἔπεσα σὲ φτώχεια καὶ ἀρρώστια. Ὁ ἕνας ἔγινε βαθύπλουτος καὶ ὁ ἄλλος περιστοιχίζεται ἀπό τούς μαθητές του, γι’ αὐτὸ καὶ συντρώγουν μὲ τοὺς ἄρχοντες• ἐγώ ὅμως ποὺ κατάντησα σὲ μεγάλη ἀνυποληψία, στεροῦμαι ἀκόμη καὶ τὴν καθημερινὴ τροφή. Ἐκεῖνοι βγαίνοντας ἀπὸ τὴν κατοικία τοὺς ντύνονται λαμπρά, ἐγώ ὅμως στεροῦμαι ἀκόμη καὶ τὰ ἀπαραίτητα σκεπάσματα. Καὶ ὅταν συμπληρώσουν τὶς μέρες τοὺς μέσα στὰ ἀγαθὰ καὶ ἐγκαταλείψουν αὐτὴ τὴ ζωή, τότε ἀφοῦ ἐπιτύχουν νὰ τοὺς γίνει λαμπρὴ κηδεία μὲ ἀρώματα, θάβονται μέσα σὲ ἀσβεστωμένους τάφους καὶ ἀποχτοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους μὲ τὴν ἐπιγραφὴ τῆς ἐπιτάφιας πλάκας αἰώνιο ὄνομα. Ὅταν ὅμως πεθάνω ἐγώ, ἴσως δὲ θὰ μοῦ γίνει οὔτε ταφή, ἀλλά τάφος μου θὰ γίνει τὸ κελλί μου ἐξαιτίας τῆς ἀπουσίας τῶν ἐπισκεπτῶν. Ἡ καρδιά μου θλίβεται πολύ, καὶ δὲν ξέρω τί νὰ κάνω. Τὰ μάτια μου ἐξαντλήθηκαν νὰ ἀτενίζουν τὴ θύρα τοῦ κελλιοῦ μου, καὶ κανεὶς δὲν ἔρχεται νὰ τὴν χτυπήσει. Εἶμαι καταλυ-πημένος ἐγώ, καὶ κανεὶς δὲ βρίσκεται νὰ μὲ παρηγορήσει. Εἶμαι θλιμένος στὸ ἔπακρο, καὶ κανεὶς δὲ βρίσκεται ποὺ νὰ συμμεριστεῖ τὴ συμφορά μου. Ἀλίμονό μου, διότι χάνονται μέσα στὴ θλίψη οἱ μέρες μου." (Τά κείμενα πού δημοσιεύουμε εἶναι παρμένα ἀπό τό ἔργο: «Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου Ἔργα, τόμος 2ος τῶν ἐκδόσεων «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, σελ. 79 κ.ἑ.)