Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011
ΚΕΙΜΕΝΟ
"Ὅτε οὖν ἐξῆλθε, λέγει ὁ Ἰησοῦς· νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ. εἰ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ, καὶ ὁ Θεὸς δοξάσει αὐτὸν ἐν ἑαυτῷ, καὶ εὐθὺς δοξάσει αὐτόν."
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
"Ὅταν λοιπόν ἐξῆλθεν ἀπό τήν αἴθουσαν τοῦ δείπνου ὁ Ἰούδας, εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τώρα ποιύ πηγαίνει ὁ Ἰούδας νά μέ παραδώσῃ καί πού ἀρχίζει τό πάθημά μου, ἐδοξάσθη ὀ υἱός τοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ σαταυρικοῦ του θανάτου, ἀφοῦ δι’ αὐτοῦ καταργεῖ τήν ἀμαρτίαν καί τόν θάνατον. Καί ὁ Θεός ἐδοξάσθη μέ ὅλον ἐν γένει τόν βίον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, μάλιστα δέ μέ τήν μέχρι σταυρικοῦ θανάτου ὑπακοήν του. Ἐάν δέ ὁ Θεός ἐδοξάσθη διά τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί ὀ Θεός θά δοξάσῃ αὐτόν, οὐχί δι’ ἀγγέλου ἤ ἄλλης δυνάμεως, ἀλλά κατ’ εὐθεῖαν διά τοῦ ἑαυτοῦ του, διότι θά ἀναστήσῃ μέ τήν δύναμίν του τήν ἀνθρωπίνην φύσιν του καί θά ὑψώσῃ αὐτήν ἐνδόξως εἰς τόν οὐρανόν. Ἡ ἀνάστασις δέ καί ἠ ἔνδοξος ἀνάληψις, μέ τήν ὀποίαν θά δοξασθῇ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, θά ἐπακολουθήσουν ἐντός ὀλίγου" ( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")
ΣΧΟΛΙΟ (γ)
"Ἀλλά δὲν εἶναι μόνον αὐτό. Ὁ σταυρικός τοῦ Κυρίου θάνατος ἀποτελεῖ δόξαν του καὶ διότι ἀκόμη δι’ αὐτοῦ καὶ ἐν αὐτῷ μᾶς ἔδωκε τὸ τέλειον παράδειγμα τῆς ὑπομονῆς, τῆς καρτερίας, τῆς αὐταπαρνήσεως, τῆς τελείας ὑποταγῆς εἰς τὸ θέλημα τοῦ Οὐρανίου Πατρός Του καὶ τῆς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους μέχρις αὐτοθυσίας ἀγάπης Του. Ὁ σταυρὸς εἶναι τὸ πανύψηλον βῆμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἀνά τούς αἰῶνας θὰ διακηρύττεται ἡ ἀλήθεια, τὴν ὁποίαν ὁ θεῖος Παῦλος διατυπώνει εἰς τὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολήν του: "Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐκένωσε τὸν ἑαυτόν του, διότι ἐσμίκρυνε μόνος του πρὸς καιρὸν τὴν δόξαν καὶ τὸ μεγαλεῖον τῆς θεότητός του καὶ ἔλαβε μορφὴν δούλου, γενόμενος ὅμοιος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ κατὰ τὸ ἐξωτερικὸν φαινόμενον εὑρέθη σὰν ἄνθρωπος, καὶ ἐταπείνωσε τὸν ἑαυτὸν του γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ, ποὺ εἶναι ὁ πλέον ἐπονείδιστος καὶ ὀδυνηρὸς θάνατος" (β΄ 7-8). Καὶ εἰς ἄλλο σημεῖον τῆς ὁμιλίας Του αὐτῆς διεκήρυξεν ὁ Κύριος: "Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ" (Ἰωάν. ιε 13). Ἡ θυσία τῆς ζωῆς εἶναι ἐκδήλωσις ὑπερτάτης καὶ ἀσυγκρίτου ἀγάπης. Ἀλλ’ ἐὰν ἡ θυσία αὐτὴ προσφέρεται ὄχι ὑπὲρ προσώπων, μὲ τὰ ὁποῖα συνδέεται ὁ θυσιαζόμενος μὲ δεσμοὺς φιλίας καὶ στενῆς συγγενείας, ἀλλ’ ὑπὲρ προσώπων ποὺ ἔχουν δείξει ἀχαρακτήριστον διαγωγὴν ἀπέναντί του, τότε προσλαμβάνει ἀξίαν ἐξαίρετον καὶ μοναδικήν. Καὶ ὁ Κύριος χάριν αὐτῶν προσφέρει τὴν ζωήν Του. Μία τοιαύτη λοιπὸν θυσία ἦτο ποτὲ δυνατὸν νὰ μὴ ἐξασφαλίση δόξαν λαμπράν εἰς τὸν σταυρωθέντα; Ἰδοὺ διατὶ ὁ Κύριος τὸν σταυρὸν καὶ τὸν θάνατόν του τὸν θεωρεῖ δόξαν του. Καὶ διακηρύττει: "Νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου".
Κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς του πλειστάκις ἐδόθησαν εὐκαιρίαι νὰ δοξασθῆ, ὅταν ἐθαυματούργει καὶ ὁ λαὸς ἔτρεχε ὀπίσω του καὶ ἐφώναζεν, ὅτι "προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν" (Λουκ. ζ΄ 16) καὶ "οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν" (Μάρκ. β 12). Ὅταν μὲ τὸ θεῖον του κῦρος ἐδίδασκε καὶ "ἔξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ" (Ματθ. ζ 28), καὶ ἐβεβαίωναν ἐχθροὶ καὶ φίλοι, "ὅτι οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος" (Ἰωάν.. ζ 46). Ὅταν μετὰ τὸν χορτασμὸν τῶν πεντακισχιλίων ὁ ὄχλος ἐζήτει νὰ τὸν ἀνακήρυξη βασιλέα καὶ δὲν ἐδέχετο ἐπ’ οὐδενί λόγῳ νὰ τὸν ἀφήση μόνον, εἰς ὅλας αὐτάς καὶ τόσας ἄλλας ἀκόμη περιπτώσεις, τὰς ὁποίας ἀναφέρουν οἱ ἱεροί εὐαγγελισταί, ὁ Κύριος ἠδύνατο πολλὴν δόξαν νὰ καρπωθῆ καὶ νὰ ἀπολαύση. Ὅμως ὁ ὕψιστος τῆς Καινῆς Διαθήκης Νομοθέτης, ὁ "ταπεινὸς τὴ καρδίᾳ", ὁ νομοθετήσας, ὅτι "ἐὰν ἐγώ δοξάζω ἐμαυτόν, ἡ δόξα μου οὐδὲν ἐστι" (Ἰωάν. η΄ 54), τὴν δόξαν αὐτὴν τὴν περιφρονεῖ. Καὶ φεύγει μακρὰν ἀπὸ αὐτήν. Καὶ συνιστᾶ εἰς τοὺς μαθητάς του νὰ μὴ κάμουν κανένα λόγον οὔτε διὰ τὴν μεταμόρφωσίν του, κατὰ τὴν ὁποίαν ἀφῆκε μίαν ἀκτῖνα τῆς θεότητός του νὰ λάμψη καὶ νὰ κάμη τὸ πρόσωπόν του λαμπρὸν ὡς ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λευκὰ ὡσὰν τὸ φῶς, οὔτε διὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τῶν δύο τυφλῶν καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς νεκρᾶς κόρης τοῦ Ἰαείρου (ἰδὲ Ματθ. ιζ 9, θ 30, Λουκ. ἡ 56). Διότι γνωρίζει, ὅτι ἡ δόξα αὐτή εἶναι ἀνωφελὴς καὶ ματαία. Ἀπ’ ἐναντίας μίαν δόξαν θεωρεῖ μόνιμον καὶ σταθερὰν καὶ ἀληθινήν, τὴν δόξαν ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ὑπακοὴν εἰς τὸ πανάγιον τοῦ Πατρὸς θέλημα. Αὐτὴν τὴν δόξαν ζητεῖ. Πρὸς αὐτὴν σπεύδει. Καὶ αὐτὴν θεωρεῖ ὡς πραγματικὴν καὶ μόνιμον." (Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ.Γεωργίου Δημοπούλου "Πρό τῆς Θυσίας", ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ").