Κυριακή 27 Μαρτίου 2011
ΚΕΙΜΕΝΟ
"Λέγει αὐτῷ Φίλιππος• Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν Πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν• Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς• τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμὶ καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τὸν Πατέρα• καὶ πῶς σύ λέγεις• δεῖξον ἡμῖν τὸν Πατέρα; Οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι; Τὰ ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ• ὁ δὲ Πατὴρ ὁ ἐν ἐμοί μένων αὐτός ποιεῖ τὰ ἔργα. Πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί• εἰ δὲ μή, διὰ τὰ ἔργα αὐτά πιστεύετέ μοι"
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
"Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Φίλιππος· Κύριε, δεῖξε μᾶς δι’ ἀποκαλυπτικῆς ὀπτασίας τὸν Πατέρα καὶ τὴν μεγαλοπρεπῆ δόξαν του… καὶ μᾶς εἶναι ἀρκετόν τοῦτο. Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς τόσον καιρὸν εἶμαι μαζή σας, Φίλιππε, καὶ δὲν μὲ ἐγνώρισες ἀκόμη ποῖος εἶμαι κατὰ τὴν θείαν μου φύσιν; Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἴδει ἐμέ καὶ ἐξετίμησε πρεπόντως τὴν ἀλήθειαν τῆς διδασκαλίας μου καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς μου καὶ τὴν θαυματουργικὴν δρᾶσιν μου, εἶδε καὶ τὸν Πατέρα, διότι ἐγώ εἶμαι ὁ φυσικὸς Υἱός του καὶ ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει μου ἐκλάμπει ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ ἁγιότης τοῦ Πατρός μου. Καὶ πῶς σὺ λέγεις· δεῖξε μας τὸν Πατέρα; Δὲν πιστεύεις, ὅτι ἐγώ εἶμαι ἀχώριστα συνηνωμένος μὲ τὸν Πατέρα, ὥστε ἐγώ νὰ εἶμαι καὶ νὰ μένω μέσα εἰς τὸν Πατέρα καὶ ὁ Πατὴρ νὰ εἶναι καὶ νὰ μένη μέσα εἰς ἐμέ; Εἶμαι δὲ τόσον πολὺ ἡνωμένος μὲ τὸν Πατέρα μου, ὥστε τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα σᾶς λέγω καὶ σᾶς διδάσκω, δὲν τὰ λέγω ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου. Ἀλλ’ ὁ Πατὴρ ποὺ μένει μέσα μου, αὐτὸς ἐνεργεῖ τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα καὶ ἐπιβεβαιοῖ δι’ αὐτῶν, ὅτι εἴμεθα ἀχώριστοι καὶ ὅτι ἡ διδασκαλία, τὴν ὁποίαν διδάσκω, δὲν εἶναι ἰδική μου, ἀλλά προέρχεται ἐκ τῆς σοφίας τοῦ Πατρός μου. Νὰ πιστεύετε εἰς ἐμέ, ὅταν σᾶς λέγω, ὅτι ἐγώ εἶμαι ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ εἶναι ἐν ἐμοί, ὥστε ἐγώ καὶ Ἐκεῖνος, μολονότι διακρινόμεθα εἰς ξεχωριστὰ πρόσωπα, ἀποτελοῦμεν συγχρόνως ἕνα Θεόν. Εἰ δ’ ἄλλως καὶ δὲν πιστεύετε εἰς τοὺς λόγους μου αὐτούς, τουλάχιστον πιστεύσατέ με διὰ τὰ ὑπερφυσικὰ αὐτὰ ἔργα, ποὺ ἐνεργῶ.
ΣΧΟΛΙΟ (α)
"Μετὰ τὸν Θωμᾶν ὁ Φίλιππος. Παρακολουθεῖ ὁ ἀφωσιωμένος καὶ γεμᾶτος ἀπὸ ἁπλότητα μαθητὴς τὰ ὅσα ὁ Διδάσκαλος λέγει ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἐρωτήσεως τοῦ Θωμᾶ. Ἀλλὰ δὲν ἱκανοποιεῖται ἀπὸ τὴν ἀπάντησιν ποὺ ἔδωκεν ὁ Κύριος εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ συμμαθητοῦ. Θέλει κάτι ἄλλο. Κάτι περισσότερον σαφὲς καὶ συγκεκριμένον. Θέλει. Καὶ τί δὲν θέλει, θέλει νὰ τοὺς ἀξιώση ὁ Κύριος νὰ ἴδουν μὲ τὰ σωματικὰ των μάτια τὸν Πατέρα. Δι’ αὐτὸ καὶ λέγει εἰς τὸν Διδάσκαλον:
Ἀλλ’ εἰς τοὺς στίχους αὐτοὺς κρύπτεται βαθύτατη σοφία. Καὶ ἔχουν διὰ τοῦτο ἀνάγκην μεγαλυτέρας ἀναλύσεως.
"Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν", λέγει ὁ Φίλιππος. Καὶ ζητεῖ μὲ τὴν θερμήν του αὐτὴν παράκλησιν νὰ ἰδοῦν τὸν Πατέρα εἰς μίαν οὐρανίαν ὀπτασίαν, ὅπως τὸν εἶδεν ὁ Ἡσαῒας καὶ ὁ Μωϋσῆς. Θὰ ἦτο διὰ τοὺς μαθητάς τόσον χορταστικὴ ἡ ὀπτασία αὐτή, ὥστε θὰ τοὺς ἱκανοποιοῦσε πλήρως καὶ δὲν θὰ ἤθελαν τίποτε ἄλλο νὰ ἀπολαύσουν. Ἀλλ’ ἐνῷ ὁ πόθος τοῦ μαθητοῦ φαίνεται τόσον ἀξιέπαινος, ἐν τούτοις ἡ ἀπάντησις τοῦ Κυρίου τὸν ἀποδεικνύει τόσον ξένον πρὸς τὸ νέον πνεῦμα, τὸ ὁποῖον ἦλθεν ὁ Κύριος νὰ μεταδώση. Διότι βεβαιώνει μὲν ὁ Προφήτης "χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναι μοι τὴν δόξαν σου" (Ψαλμ. ιστ΄ 15) καὶ ἐρωτᾶ ἀνυπομόνως "πότε ἤξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ"; (Ψαλμ.. μα΄ 3), ὅμως ἡ θεωρία, ἡ ὁποία γεμίζει τὴν καρδίαν καὶ τὴν χορταίνει, δὲν εἶναι ἡ διὰ τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν θεωρία— ὁ Θεός ἄλλως τε εἶναι ἄσαρκος καὶ ἀσώματος,—ἀλλά ἡ ἀπόλαυσις τῶν χαρίτων, αἱ ὁποῖαι ἐκπηγάζουν ἀπὸ τὴν ἕνωσιν μετὰ τοῦ Κυρίου καὶ γεμίζουν τὴν ψυχήν. Ὅταν ἡ ψυχὴ γεμίση ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ αἰσθανθῆ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον, ὅτι εὑρίσκεται πλησίον του, ὅταν ἀγωνίζεται νὰ ἀντιγράψη τὴν ἁγιότητά του καὶ νὰ γίνη περισσότερον συγγενὴς πρὸς Αὐτόν, τότε αἰσθάνεται ἄρρητον χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν. Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν προσπάθειαν πρέπει νὰ εἶναι γεμᾶται αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς μας." (Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ.Γεωργίου Δημοπούλου "Πρό τῆς Θυσίας", ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ").