ΚΕΙΜΕΝΟ
«Καί λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπί τό μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Πολύ πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται εἰς τό μνημεῖον τήν ὥραν, πού ὁ ὑποκάτω ἀπό τόν ὁρίζοντα εὑρισκόμενος ἥλιος ἤρχισε νά διαλύη τό πρωινό σκοτάδι».
ΣΧΟΛΙΟ
«Λίαν πρωί… ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου». Αὐτήν τήν ὥραν καθορίζει ὁ Εὐαγγελιστής ὡς ὥραν τῆς ἐπισκέψεως τοῦ τάφου ὑπό τῶν μυροφόρων. Τήν ὥραν δηλαδή, κατά τήν ὁποίαν δέν εἶχε μέν τελείως ξημερώσει ἡ Κυριακή, ὅμως εἶχεν ἀρχίσει τό λυκαυγές, ὥστε νά διακρίνωνται τά ἀντικείμενα ἀμυδρῶς πως ἀπό τό ἀδύνατον ἀκόμη Φῶς . Τήν ὥραν τῆς ἐπισκέψεως τοῦ τάφου ὑπό τῶν μυροφόρων διαφορετικά τοποθετοῦν οἱ λοιποί Ἱεροί Εὐαγγελισταί. Ἔτσι ὁ μέν Ματθαῖος σημειώνει: «Ὀψέ σαββάτων τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων» (κη’ 1) (=ἀργά τήν νύκτα τοΰ Σαββάτου, τήν ὥραν πού ἐξημέρωνεν ἡ πρώτη ἡμέρα, τῆς ἑβδομάδος). Ὁ Λουκᾶς· «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος (=κατά τήν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, ἐνῶ ἀκόμη ἦτο ὄρθρος βαθύς (κδ’ 1) καί ὁ Ἰωάννης· τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων… πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης» (κ’ 1) (=κατά τήν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, ἐνῶ ἀκόμη ἐπικρατοῦσε τό σκότος τῆς νυκτός).
Πῶς δέ συμβιβάζεται ἡ διαφορά ποῦ παρουσιάζουν οἱ ἱεροί Εὐαγγελισταί ὡς πρός τήν ὥραν κατά τήν ὁποίαν αἵ μυροφόροι ἦλθον εἰς τό μνημεῖον; Πολλαί γνῶμαι διετυπώθησαν πρός ἐξήγησιν τοῦ πράγματος. Ἡ πιθανωτέρα φαίνεται, ὅτι εἶναι αὐτή: Δηλαδή διάφοροι ὁμάδες μυροφόρων ἔκαμαν τήν πρωϊνήν ἐκείνην ἐπίσκεψιν εἰς τόν τάφον, τήν ὁποίαν καί κατά διαφόρους ὥρας ἐπραγματοποίησαν, οἱ δέ ἱεροί Εὐαγγελισταί εἰς τάς διηγήσεις των εἶχον ὑπ’ ὄψιν των ἀπό μίαν τοιαύτην ὁμάδα καί ἐτοποθέτησαν τήν ἐπίσκεψιν τήν ὡρισμένην ὥραν πού ἔγινεν. Διότι εἶναι πολύ ἀπίθανον ἀπό τάς ἱκανάς μυροφόρους πού ὀνομαστικῶς ἤ καί γενικῶς ἀναφέρουν οἱ ἱεροί Εὐαγγελισταί, νά φαντασθῶμεν, ὅτι μόνον τρεῖς ἀπεφάσισαν νά ἐπισκεφθοῦν τόν τάφον. Ὁπωσδήποτε ἕνα εἶναι γεγονός ὅτι ἀπό πολύ πρωί, νύχτα ἀκόμη, ἐξεκίνησαν αἱ ἡρωϊκαί γυναῖκες διά τό μνημεῖον, φέρουσαι μαζῆ των τά πολύτιμα ἀρώματά των.
Ἀλλά δέν φοβοῦνται τέτοιαν ὥραν μέσα στό σκότος τῆς νυκτός νά ἐπιχειροῦν ταξείδι ἔξω τῆς πόλεως καί νά ζητοῦν νά ἐπισκεφθοῦν ἕνα μνημεῖον, εἰς τό ὁποῖον ἐναπετέθη πρό τριῶν ἡμερῶν ἕνας νεκρός; Ἀλλ’ ὅταν ἡ ἀγάπη φλογίζη τήν καρδίαν, ὑπάρχει περιθώριον διά φόβον; Εἶναι τόσον ἰσχυρά ἡ ἀγάπη, ὅταν μάλιστα ἀναφέρεται εἰς τόν Θεόν, ὥστε ἀποδιώκει κάθε ἄλλο συναίσθημα ἀπό τήν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ἀναδεικνύει ἀληθινόν ἥρωα. Φύσει δειλαί εἶναι αἱ γυναῖκες· ὅταν ὅμως ἀπό τήν θείαν ἀγάπην τρωθῆ ἡ καρδία των, ἀποδεικνύονται ἡρωϊκώτεραι τῶν ἡρώων καί εἶναι ἕτοιμοι διά τήν ἀγάπην αὐτήν νά παραδώσουν καί αὐτήν ἀκόμη τήν ζωήν των εἰς θάνατον. «Ὕδωρ πολύ οὐ δυνήσεται σβέσαι τήν ἀγάπην καί ποταμοί οὐ συγκλείσουσιν αὐτήν» (Ἆσμα η’ 7), λέγει ὁ σοφός. Εἶναι δηλαδή τόσον ἰσχυρά ἡ ἀγάπη, πού δέν ἠμπορεῖ νά τήν σβήση οὔτε ἄφθονον νερό, οὔτε ὁλόκληροι ποταμοί ἐάν τήν κατακλύσουν. Ἐμπρός εἰς αὐτήν ὑποχωρεῖ κάθε ἄλλη ἐκδήλωσις ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας, διά νά μένη αὐτή βασίλισσα τῆς καρδίας. Δέν ἀξίζει νά ἀναπέμπωμεν συχνήν πρός τόν Θεόν δέησιν νά μᾶς τήν χαρίζη ἡ ἀγαθοτής Του;» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Γεωργίου Δημοπούλου «Ὁ Νικητής τοῦ θανάτου», σ. 11, Ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)