ΚΕΙΜΕΝΟ
"Καί ἰδού ἐγένετο σεισμός μέγας· ἄγγελος γάρ Κυρίου καταβάς ἐξ οὐρανοῦ προσελθών ἀπεκύλισε τόν λίθον ἐκ τῆς θύρας καί ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ"
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Τήν ὥραν ἐκείνην ἔγινε μεγάλος σεισμός, διότι ἄγγελος Κυρίου, ἀφοῦ κατέβη ἀπό τόν οὐρανόν καί ἦλθε κοντά εἰς τό μνημεῖον, ἐκύλισε τήν πέτραν ἀπό τήν θύραν καί ἐκάθητο ἐπάνω εἰς αὐτήν.
ΣΧΟΛΙΟ
"Ἄς ἴδωμεν ὅμως ἀναναλυτικώτερον τά συμβάντα. Πρωτίστως λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, ὅτι ἔγινε σεισμός. «Σεισμός ἐγένετο μέγας». Σεισμός ἰσχυρός, ἕνεκα τοῦ ὁποίου ἐσείσθη ὁ τόπος. Δέν ἔχει σημασίαν ἄν ἔγινεν αἰσθητος εἰς μεγάλην ἀπό τοῦ μνημείου ἀπόστασιν, ἤ ἄν ὁ περί τό μνημεῖον μόνον τόπος ἐσείσθη. Σημασίαν ἔχει, ὅτι ἡ ἀνάστασις τοῦ σταυρωθέντος συνοδεύεται μέ σεισμόν. Τό θαυμαστόν γεγονός ἐξαγγέλλεται μέ συγκλονισμόν τῆς κτίσεως. Σεισμός ἔγινε καί ὅταν ὁ Κύριος ἐπί τοῦ Σταυροῦ «ἀφῆκε τό πνεῦμα». «Ἡ γῆ ἐσείσθη», σημειώνει καί ἐκεῖ ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής. Συνεκλονίσθη τότε, κατά τήν σταύρωσιν, συγκλονίζεται καί τώρα, κατά τήν ἀνάστασιν ἡ γῆ ἀπό σεισμόν. Καί γίνεται καί αὐτός μάρτυς τοῦ θανάτου καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ θεανθρώπου. Καί ἐπιμαρτυρεῖ καί αὐτός, ὅτι «ὁ ἐπιβλέπων ἐπί τήν γῆν καί ποιῶν αὐτήν τρέμειν» (Ψαλμ. ργ’ 32), εἶναι Ἐκεῖνος πού παρεδόθη εἰς θάνατον, ἵνα σώση τόν ἄνθρωπον, ἀλλά καί ἀνέστη παντοδύναμος, ἀνιστῶν τόν ἄνθρωπον καί ὁδηγῶν αὐτόν εἰς νέαν ζωήν. Ἰδού τό πρῶτον σημεῖον, πού ἔλαβε χώραν κατά τήν ἀνάστασιν. Ἰδού ὅμως καί τό δεύτερον. Εἵναι ἡ ἀποκύλισις τοῦ λίθου ἀπό τήν θύραν τοῦ μνημείου. Δέν ἦτο ἡ ἀποκύλισις ἐκείνη ἀποτέλεσμα τοῦ σεισμοῦ. Ὄχι. Ἦτο ἐνέργεια, ὀφειλομένη εἰς ἄγγελον, τόν ὁποῖον ἀπέστειλεν ἐκεῖ ὁ Θεός μέ σπουδαίαν ἀποστολήν. Σαφῶς τό λέγει ὁ Εὐαγγελιστής. «Ἄγγελος γάρ Θεοῦ καταβάς ἐξ οὐρανοῦ, προσελθῶν ἀπεκύλισε τόν λίθον ἀπό τῆς θύρας». Ποῖον ὅμως σκοπόν ἐξυπηρέτησεν ἡ ἀποκύλισις τοῦ λίθου; Ἡ ἀποκύλισις πρωτίστως δέν ἔγινε, διά τόν Ἀναστάντα. Διότι τί ἐχρειάζετο διά τόν Ἀναστάντα; Διά νά ἐξέλθη ἐκ τοῦ τάφου; Ἀλλά δέν εἶχε τώρα Ἐκεῖνος ἀνάγκην θύρας ἀνοικτῆς διά νά ἐξέλθη. Ἠδύνατο, ὅπως ἀπέδειξεν εἰς τάς πρός τούς μαθητάς ἐμφανίσεις Του, νά εἰσέρχεται καί νά ἐξέρχεται «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων». Καί ἐάν ἐπί τέλους ἤθελε, μέ τό παντοδύναμον πρόσταγμά Του ὁ λίθος θά μετετοπίζετο. Ὄχι λοιπόν διά τόν Ἀναστάντα, ἀλλά διά τούς στρατιώτας ἀφ’ ἑνός, διά τάς μυροφόρους ἀφ’ ἑτέρου. Διά τούς στρατιώτας μέν, διότι ἔπρεπεν ἐκεῖνοι νά πεισθοῦν, ὅτι ὁ τάφος εἶναι κενός καί ματαίως φυλάσσουν νεκρόν, πού δέν ὑπάρχει πλέον ἐκεῖ· διά τάς γυναῖκας δέ, διότι ἔπρεπε νά ἀναθαρρήσουν μέν ἐκεῖναι βλέπουσαι ἀνοικτόν τόν τάφον, νά προχωρήσουν δέ διά νά διαπιστώσουν τό μέγα θαῦμα καί νά ἀκούσουν τάς ἀγγελικάς ὁδηγίας καί ἐντολάς. Ἰδού ποῖον σπουδαῖον λόγον ἐξυπηρετεῖ ἡ ἀποκύλισις τοῦ λίθου.
Ἀλλ’ εἶναι πολλῆς προσοχῆς ἄξιον, ὅτι ὁ ἄγγελος, ἀποκυλίσας τόν λίθον, δέν ἀποχωρεῖ ἀπό τό μνημεῖον· δέν φεύγει, ἀλλά παραμένει ἐκεῖ. Παραμένει, διότι ἔχει καί ἄλλο σπουδαῖον ἔργον νά ἐπιτελέση. Καί τό μέν ἔργον θά τό ἴδωμεν εἰς τήν συνέχειαν. Νά σημειώσωμεν ὅμως ἐδῶ, ὅτι δέν εἶναι χωρίς λόγον τό λεγόμενον ὑπό τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελιστοῦ, ὅτι ὁ ἄγγελος, ἀφοῦ ἀπεκύλισε τόν λίθον ἀπό τῆς θύρας τοῦ μνημείου, «ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ». Ποῖον ἆραγε σκοπόν νά ἐξυπηρετεῖ τό πρᾶγμα; Δύο ἴσως λόγοι νά ὑπηγόρευον τοῦτο·ἀφ’ ἑνός μέν διά νά μή τολμήση κανείς ἀπό τοῦς στρατιώτας νά πλησίαση καί νά κλείση πάλιν τό στό-μιον τοῦ μνημείου· ἀφ’ ἑτέρου δέ διά νά γίνη θεατός ἐκ μέρους τῶν γυναικῶν, αἱ ὁποῖαι ἐν τῷ μεταξύ ἐπλησίαζον εἰς τήν εἴσοδον τοῦ τάφου. Μία ἀγγελοφάνεια θά διεσκέδαζεν ἀσφαλῶς τόν φόβον τῶν γυναικῶν καί θά τούς ἔδιδε δυνάμεις νά προχωρήσουν, ἀφοῦ θριαμβευτικά θά τόν ἔβλεπον νά κάθηται—κύριος τὴς ἐκεῖ καταστάσεως—ἐπάνω εἰς τόν λίθον.
Πόσον θαυμαστά εἶναι τά ἔργα τοῦ Κυρίου! Ἀλλά καί πόσον διδακτικαί αἱ σοφαί ἐνέργειαί του! Ἄς κάμνωμεν ἡμεῖς τό καθῆκον μας. Ἄς ἐκδηλώνωμεν τό πρός τόν Θεόν χρέος τῆς ἀγάπης μας, καί Ἐκεῖνος μέ ποικίλους τρόπους θά μᾶς προστατεύη. Συγχρόνως ὅμως θά γεμίζη ἀπό φόβον καί ἀνησυχίαν τούς ἐχθρούς Του. Αὐτό θά μᾶς δείξουν οἱ δύο ἑπόμενοι στίχοι." (Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Γεωργίου Δημοπούλου «Ὁ Νικητής τοῦ θανάτου», σ. 15, Ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)