ΚΕΙΜΕΝΟ
"Τῇ δέ μιᾷ τῶν Σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἔρχεται πρωί σκοτίας ἔτθ οὔσης εἰς τό μνημεῖον, καί βλέπει τόν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
"Ἀφοῦ δέ ἐπέρασε τό Σάββατον, κατά τήν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος (τήν δική μας Κυριακή) ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἔρχεται εἰς τό μηνμεῖον πρωῒ, ὅταν ἦτο ἀκόμη σκοτάδι, καί βλέπει ὅτι ὁ λίθος, πού ἔφρασσε τήν εἴσοδον τοῦ τάφου, ἦτο σηκωμένος ἀπό τό μνῆμα" ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΣΧΟΛΙΟ (α)
" Ἡ μέν μία τῶν σαββάτων ἦτο ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος μετά τήν ἑβδόμην, δηλαδή μετά τό Σάββατον, ἑπομένως ἡ ἰδική μας Κυριακή, ἡ καθαυτό ἡμέρα πού εἶναι ἀφιερωμένη εἰς τόν Κύριον. Τό δέ «πρωί σκοτίας ἔτι οὔσης» σημαίνει, ὅτι ἡ ἐπίσκεψις ἔγινε κατά ὥραν πολύ πρωινήν καί ὄχι τήν ὥραν πού σημειώνει ὁ ἱερός Μᾶρκος, ὅταν λέγη «ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου». Δέν εἶναι ἀπίθανον νά ἐπραγματοποίησε νυκτερινήν ἐπίσκεψιν ἡ Μαρία εἰς τό μνημεῖον, νά εἰδοποίησε μαθητάς περί τοῦ κενοῦ τάφου καί ἀργότερον μαζῆ μέ τάς ἄλλας μυροφόρους νά ἐπραγματοποίησε καί δευτέραν ἐπίσκεψιν, τήν ὁποίαν ἀναφέρουν οἱ ἱεροί Συνοπτικοί.
Ἀλλ’ εἶναι πολλῆς προσοχῆς ἄξιον τό γεγονός, ὅτι ἡ Μαρία μέ τόσον ζῆλον, μέ τόσην αὐταπάρνησιν καί αὐτοθυσίαν σπεύδει πρός τό μνημεῖον μόνη, ἀσφαλῶς διά νά ἀλείψη μέ μύρα τό πανάγιον τοῦ Κυρίου Σῶμα. Δύο πράγματα φανερώνει ὁ ζῆλος της αὐτός. Πρῶτον μέν τήν βαθεῖαν εὐγνωμοσύνην της ἀπέναντι τοῦ Κυρίου διά τήν μεγάλην δωρεάν, τῆς ὁποίας ἀπήλαυσε παρά τοῦ λατρευτοῦ της Διδασκάλου, ὁ ὁποῖος τήν ἠλευθέρωσεν ἀπό τήν κυριαρχίαν τῶν ἑπτά δαιμονίων, πού τήν ἐβασάνιζαν. Δεύτερον δέ τήν θερμήν της πρός τόν σταυρωθέντα ἀγάπην, ἡ ὁποια γίνεται ἀφορμή, ὥστε κάθε κίνδυνον νά τόν ἀψηφᾶ, προκειμένου νά ἐπιτέλεση τό ἱερόν της χρέος ἀπέναντι τοῦ νεκροῦ Σώματος τοῦ Λυτρωτοῦ. Πόσον εὐγενής καί ἀφωσιωμένη, ἀλήθεια, παρουσιάζεται ἡ καρδία τῆς Μαρίας! Δέν λησμονεῖ τήν μεγάλην εὐργεσίαν πού ἀπήλαυσε· δέν θεωρεῖ, ὅτι ἦτο ἀρκετή ἡ διακονία, πού προσέφερεν εἰς τόν Διδάσκαλον κατά τάς περιοδείας του ἀνά τήν Γαλιλαίαν καί τήν Ἰουδαίαν. Αἱ πρός τόν Κύριον ὑποχρεώσεις, σκέπτεται, δέν ξεπληρώνονται ποτέ ὁσασδήποτε καί ἄν τοῦ προσφέρη ὁ ἄνθρωπος ὑπηρεσίας, διότι εἶναι τόσον μεγάλαι, ὥστε θά ὑπάρχη πάντοτε περιθώριον καί δι’ ἄλλας. Δέν ἀρκοῦσαν λοιπόν ὅσα τοῦ προσέφερεν, ὅταν ἔζη. Πρέπει καί τώρα, πού εἶναι νεκρός εἰς τό μνημεῖον, νά ἐκδηλώση τήν εὐγνωμοσύνην καί τήν λατρείαν της ἀπέναντί Του.
Ἀλλ’ ἡ εὐγνωμοσύνη καί ἡ ἀγάπη τῆς Μαρίας εἶναι ἀ¬νάγκη νά γίνη παράδειγμα δι’ ὅλους μας. Παράδειγμα διά νά τό ἀντιγράψωμεν καί ἡμεῖς. Διότι ὁ Κύριος μοναδικήν καί ἐκπληκτικήν καί ὑπερβαίνουσαν πάντα νοῦν ἀγάπην ἔδειξε καί πρός ἡμᾶς. Παρέδωκε τόν εὑατόν του ὑπέρ ἡμῶν. Τόν παρέδωκεν εἰς θάνατον σταυρικόν. Ἔγινεν «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλιπ. β’ 8). «Ἔδωκεν ἑαυτόν ἀντάλλαγμα τῷ θανάτῳ ἐν ὧ κατειχόμεθα πεπραμένοι ὑπό τήν ἁμαρτίαν», ὅπως ἐπιγραμματικῶς γράφει ὁ Μ. Βασίλειος εἰς τήν θείαν Λειτουργίαν του. Ἐθυσιάσθη Ἐκεῖνος θεληματικῶς, ἵνα ἤμεις «ταῖς ἁμαρτίαις ἀπογενόμενοι τῇ δικαιοσύνῃ ζήσωμεν» (Α’ Πέτρ. β’ 24). Καί μᾶς «ἀποκατήλλαξεν ἐν τῷ σώματι τῆς σαρκός αὐτοῦ διά τοῦ θανάτου, παραστῆσαι ἡμᾶς ἁγίους καί ἀμώμους καί ἀνεγκλήτους κατενώπιον αὐτοῦ» (Κολοσ. α’ 22), δηλαδή μᾶς συνεφιλίωσε μέ τόν θάνατόν του, διά νά μᾶς παραστήση ἐνώπιόν του ἁγίους καί ἀμέμπτους καί ἀπηλλαγμένους ἀπό κάθε κατηγορίαν. Ἀλλ’ ἔπειτα ἀπό τήν θαυμαστήν αὐτήν καί ἀπερίγραπτον πρός ἡμᾶς ἀγάπην του, δέν εἶναι δί¬καιον καί πρέπον ἰσόβιος, μόνιμος, ἰσχυρά νά εἶναι ἡ πρός Αὐτόν εὐγνωμοσύνη μας; Ἄφου Ἐκεῖνος «ὑπέμεινε σταυρόν αἰσχύνης καταφρονήσας» (Ἑβρ. ιβ’ 2), δέν πρέπει καί ἡμεῖς ἐξ ὅλης ψυχῆς καί καρδίας νά τόν εὐγνωμονῶμεν καί ὅλην τήν ἀγάπην μας νά τοῦ τήν προσφέρωμεν; Δέν θέλει Ἐκεῖνος μύρα ὡσάν ἐκεῖνα πού προσέφερε τότε ἡ Μαγδαληνή διά νά ἀλείψη τό νεκρόν Σῶμα. Θέλει ὅμως τά μύρα τῆς ψυχῆς μας, τήν ἀφοσίωσίν μας, τήν ταπείνωσίν μας, τήν καθαρότητα καί ἁγιότητά μας. Τοῦ τήν προσφέρομεν ἆραγε;" (Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Γεωργίου Δημοπούλου «Ὁ Νικητής τοῦ θανάτου» Κεφ. Ἡ εὐγνωμοσύνη καί ἡ ἀγάπη τῆς μυροφόρου.σελ. 340, Ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).