Ἰωάν. κ΄1 Δευτέρα 16 Μαῒου 2011

ΚΕΙΜΕΝΟ

“Τῇ δέ μιᾷ τῶν Σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἔρχεται πρωί σκοτίας ἔτθ οὔσης εἰς τό μνημεῖον, καί βλέπει τόν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

“Ἀφοῦ δέ ἐπέρασε τό Σάββατον, κατά τήν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος (τήν δική μας Κυριακή) ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἔρχεται εἰς τό μηνμεῖον πρωῒ, ὅταν ἦτο ἀκόμη σκοτάδι, καί βλέπει ὅτι ὁ λίθος, πού ἔφρασσε τήν εἴσοδον τοῦ τάφου, ἦτο σηκωμένος ἀπό τό μνῆμα” ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ (β)

    ” Ἀπό τοιαῦτα συναισθήματα πλήρης ἡ Μαρία σπεύδει πρός τόν τάφον. Οὔτε τό σκότος τῆς νυκτός τήν τρομάζει, οὔτε τό ἐρημικόν τοῦ τόπου, ὅπουη πηγαίνει. Ὅλα τά ὑπερνικᾶ ὁ πόθος νά ἴδη τό σῶμα τοῦ λατρευτοῦ, νά τό ράνη μέ τά δάκρυά της,  νά τό  ἀλείψη   μέ  τά  μύρα της.   Ἔλεγχος  διά πολλούς ἐκ τῶν Χριστιανῶν εἶναι τό παράδειγμα τῆς μυροφόρου. Τόσην ἀπόστασιν διανύει ἐκείνη εἰς ὥραν νυκτερινήν, διά νά ἴδη τό νεκρόν τοῦ Διδασκάλου Σῶμα, καί πλεῖστοι Χριστιανοί δέν κάνουν ὀλίγα βήματα, διά νά ἐπισκεφθοῦν τόν Ναόν τήν πρωῒαν τῆς Κυριακῆς, διά νά λατρεύ¬σουν τόν Ἀναστάντα. Νά ἀκούσουν τούς ἀναστασίμους ὕμνους· νά ἀκούσουν ἀπό τό ἅγιον Εὐαγγέλιον, ὅτι ὁ Κύριος «ἠγέρθη• οὐκ ἔστιν ὧδε». Νά αἰσθανθοῦν τήν θερμότητα τῆς ἀγάπης Του. Νά τοῦ προσφέρουν τῆς εὐγνωμοσύνης των τά μύρα. Νά ζητήσουν τῶν ἁμαρτιῶν των τήν συγχώρησιν. Νά κοινωνήσουν τό πανάγιον Σῶμα Του καί τό τίμιον Αἷμα Του. Τούς κουράζουν δῆθεν αἱ μακραί ἀκολουθίαι· δέν τούς τραβᾶ ἡ μουσική, διότι δέν εἶναι τῆς προτιμήσεώς των τούς πταίει ὁ παπάς καί τούς ἀπομακρύνει ὁ συνωστισμός. Ὅλα ὅμως αὐτά δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά προφάσεις καί δικαιολογίαι, διά νά καλύψουν τήν μίαν, τήν βασικήν αἰτίαν, πού τούς κρατεῖ μακράν τῆς ἐκκλησίας. Δέν ἠγάπησαν δηλαδή τόν Νυμφίον τῆς Ἐκκλησίας· δέν συνεκινήθη ἡ καρδία των ἀπό τήν θεϊκήν Του ἀγάπην· δέν ἠννόησαν, ὅτι ὁ μοναδικός τρόπος, μέ τόν ὁποῖον ἠμποροῦμεν νά τόν εὐχαριστήσωμεν εἶναι ἡ συμμετοχή μας εἰς τήν λατρείαν, κατά τήν ὁποίαν τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας τελεῖται, πού εἶναι ἡ μόνη εὐάρεστος εἰς τόν Θεόν μας λατρεία. Ὅταν λοιπόν ἀκούης ἀπό τόν ἱερόν Εὐαγγελιστήν, ὅτι ἡ Μαρία «πρωί σκοτίας ἔτι οὔσης» ἦλθεν εἰς τό μνημεῖον, λέγε εἰς τόν εὑατόν σου. Πρέπει καί ἐγώ νά τήν μιμηθῶ. Εἰς τόν Ναόν εἶναι ἡ θέσις μου τήν πρωῒαν τῆς Κυριακῆς. Ἄς σιγήσουν εἰς τήν ψυχήν μου καί εἰς τήν σκέψιν μου αἱ βιοτικαί ἀσχολίαι καί μέριμναι καί ἄς σπεύσω εἰς τόν Ζωοδόχον τάφον νά ἀκούσω ἀναστάσεως μηνύματα καί θεϊκήν παρουσίαν νά ἀπολαύσω.
 (Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Γεωργίου Δημοπούλου «Ὁ Νικητής τοῦ θανάτου» Κεφ. Ἡ  αὐταπάρνησις τῆς Μαρίας ἔλεγχος τῆς ὀλιγωρίας τῶν πιστῶν, σελ. 41, Ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).