Λουκ. κδ’ 11 Πέμπτη 12 Μαῒου 2011

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Καί ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεί λῆρος τά ρήματα αὐτῶν, καί ἠπίστουν αὐταῖς»  

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Ἐφάνησαν εἰς τούς μαθητάς ὡσάν φλυαρία οἱ λόγοι τῶν γυναικῶν αὐτῶν καί δέν τάς ἐπίστευσαν»

ΣΧΟΛΙΟ (α)

     «Ποία ὅμως ὑπῆρξεν ἡ ἐντύπωσις τῶν μαθητῶν ἀπό τάς ἀνακοινώσεις τῶν γυναικῶν; Μᾶς τό φανερώνει ὁ ἑπόμενος στίχος:
     «Ἐφάνησαν… ὡσεί λῆρος τά ρήματα αὐτῶν». Σάν λόγια ἀνθρώπου πού ἀπό τόν ὑψηλόν πυρετόν, ἀπό τόν ὁποῖον καίεται, παραληρεῖ, λέγει λόγια ἀκατάληπτα. Ἔτσι ἐφάνησαν τά λόγια τῶν μυροφόρων εἰς τούς μαθητάς. Λόγια ἀβάσιμα, ἀστήρικτα, ἀνόητα. Λόγια γυναικείας φαντασίας καί ἐπινοήσεως. Λόγια ἀνάξια νά τά προσέχουν οἱ σοβαροί ἄνθρωποι.
     Ἀλλά, παράδοξον πρᾶγμα. Τόσας φοράς εἶχε προείπει ὁ Διδάσκαλος εἰς τούς μαθητάς, ὅτι θά ἀναστηθῆ. Τρεῖς μόλις ἡμέρας ἐνωρίτερον, τό βράδυ τῆς Μ. Πέμπτης, τούς εἶχε βεβαιώσει, ὅτι «μικρόν καί οὐ θεωρεῖτέ με, καί πάλιν μικρόν καί ὄψεσθέ με» (Ἰωάν. ιστ’ 16). Ὅλα λοιπόν αὐτά τά ἐξέχασαν; Ὅλα ἔσβησαν ἀπό τήν διάνοιάν των; Καί δικαιολογεῖται μία τοιαύτη κατάστασις διά τούς μαθητάς; Ἁπλούστατα οἱ μαθηταί δέν εἶχαν κατορθώσει νά ἐννοήσουν τήν ἀκριβῆ ἔννοιαν τῶν περί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου λόγων. Ἤ μᾶλλον, διαφορετικά εἰς τήν σκέψιν των εἶχον τοποθετήσει τά λόγια του αὐτά, πού ἀνεφέροντο εἰς τήν τριήμερον ἐκ νεκρῶν ἀνάστασίν του. Καί ὅπως δέν ἠμποροῦσαν νά ἐννοήσουν πώς ἦτο δυνατόν νά ἀποθάνη Ἐκεῖνος, τόν Ὁποῖον ἐπερίμεναν ὡς τόν Ἐλευθερωτήν ἀπό τόν ρωμαϊκόν ζυγόν, ἔτσι καί δέν κατώρθωσαν νά ἀντιληφθοῦν πώς θά ἀναστηθῆ μετά σώματος ὁ σταυρωθείς Διδάσκαλός των. Καί δι’ αὐτό τήν ἔννοιαν αὐτήν τῆς ἀναστάσεως τήν ἔχουν τελείως διαγράψει ἀπό τήν σκέψιν των, καί ὅταν αἱ γυναῖκες τούς βεβαιώνουν, ὅτι ὁ ἄγγελος σαφῶς τάς ἐπληροφόρησεν, ὅτι ἀνέστη, ἐκεῖνοι τά λόγια των τά θεωροῦν ἀνοησίας καί παραληρήματα.» (Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Γεωργίου Δημοπούλου «Ὁ Νικητής τοῦ θανάτου» Κεφ. Ἡ στάσις τῶν μαθητῶσελ. 35, Ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).