ΚΕΙΜΕΝΟ
“Ἔτρεχον σέ οἱ δύο ὁμοῦ· καί ὁ ἄλλος μαθητής προέδραμε τάχιον τόν Πέτρου καί ἦλθε πρῶτος εἰς τό μνημεῖον, καί παρακύψας βλέπει κείμενα τά ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν”
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
“Ἔτρεχαν δέ καί οἱ δύο μαζῆ, ἀλλ’ ὁ ἄλλος μαθητής ἔτρεξεν ἐμπρός γρηγορώτερα ἀπό τόν Πέτρον καί ἦλθε πρῶτος εἰς τό μνημεῖον. Καί ἀφοῦ ἔσκυψε, βλέπει ἀπ’ ἔξω τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κατά γῆς, δέν ἐπροχώρησεν ὅμως νά εἰσέλθη εἰς τό ἐσωτερικόν τοῦ μνημείου.”
ΣΧΟΛΙΟ (α)
“Ἄς σταματήσωμεν ἐμπρός εἰς τό ρῆμα «ἔτρεχον». Ἔτρεχαν μαζῆ καί οἱ δύο μαθηταί. Τυχαίως ἆραγε ἔθεσεν ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής τό ρῆμα αὐτό; Κάθε ἄλλο. Εἶναι δηλωτικόν ἀφ’ ἑνός μέν τῆς ζωηρᾶς των ἐπίθυμίας νά ἴδουν τό συντομώτερον τί συμβαίνει εἰς τόν τάφον, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς θερμῆς των ἀγάπης νά ἴδουν ἔστω καί κενόν τόν τάφον, ὁ ὁποῖος ἐκράτησε καί ἐφιλοξένησε τό νεκρόν τοῦ Διδασκάλου των Σῶμα! Ὤ! Τί παλμούς ἱερᾶς συγκινήσεως θά ἐτόνιζεν ἡ καρδία τῶν μαθητῶν, ὅταν ἐπροχωροῦσαν ἀνυπόμονοι καί σιωπηλοί πρός τό μνημεῖον τοῦ Ἰωσήφ! Ἀπό ποῖα ἅγια συναισθήματα θά κατείχοντο, πού ὅσον ἐπλησίαζαν θά ἐγίνοντο ἐντονώτερα, ἐνῶ ἐβάδιζαν τόν ἴδιον ἐκεῖνον δρόμον, τόν ὁποῖον ἐβάδισε μέ τόν βαρύν σταυρόν εἰς τόν ὦμον του ὁ γλυκύς Ἰησοῦς! Ἴσως, θά ἐσκέπτετο ὁ Πέτρος, ἔπειτα ἀπό τήν ἄρνησιν τοῦ Διδασκάλου του, κάτι ἐκεῖ εἰς τόν τάφον νά μέ πληροφορήση, ὅτι ὁ Κύριος εἶδε τά δάκρυα πού ἔχυσα, ὅταν μοῦ ἔρριψε τό γεμᾶτο ἀπό πόνον καί παράπονον ἐκεῖνο βλέμμα καί μέ συνεχώρησε διά τήν πτῶσιν μου ἐκείνην. «Ἔτρεχον» οἱ μαθηταί, ὅπως τρέχουν ὅσοι ἐπιζητοῦν νά φθάσουν κάπου ἐγκαίρως, διά νά μή χάσουν κάποιο κέρδος, διά νά μή στερηθοῦν κάποιας σπουδαίας ἀμοιβῆς. Πόσον εἶναι θαυμαστή ἡ ἀγάπη των!
«Προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου».
Ἀλλ’ ἐνῶ μαζῆ καί οἱ δύο ἔτρεχον, αἴφνης ὁ νεώτερος, ὁ Ἰωάννης, ἐπιταχύνει τό βῆμα του καί προχωρεῖ ἐμπρός ἀπό τόν Πέτρον. Κάτι μέσα του τόν σπρώχνει νά φθάση γρηγορώτερα. Τά πόδια του ἀντέχουν εἰς τό ταχύτερον βάδισμα. Χωρίς νά χάση καιρόν ἀφίνει ὀπίσω τόν συνοδοιπόρον του καί προχωρεῖ μέ βῆμα πολύ ταχύ καί φθάνει ἐνωρίτερα ἀπό ἐκεῖνον εἰς τό μνημεῖον. Ἀλλά ἄς μή ἀντιπαρέλθωμεν ἀπαρατήρητον τό γεγονός. Ὁ Ἰωάννης πρωτίστως δέν θεωρεῖ ἀγένειαν τό νά ἀφήση ὀπίσω τόν συνοδοιπόρον, προκειμένου νά φθάση ἐνωρίτερον. Ἀλλά καί ὁ Πέτρος δέν παρεξηγεῖ τόν Ἰωάννην διά τήν σπουδήν του. Κατά τρόπον ἁπλοῦν καί φυσικόν φέρονται καί οἱ δύο. Γνωρίζει ὁ καθένας τά προτερήματα τοῦ ἄλλου καί δέν «συνερίζεται» ταύτην ἤ ἐκείνην τήν ἐκδήλωσίν του, ἐφ’ ὅσον γνωρίζει, ὅτι διά τόν Χριστόν γίνεται. Πόσον ἁρμονικωτέρα θά ἦτο ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων, πού ἔτυχε νά συνεργάζωνται ἤ εἶναι ὑποχρεωμένοι νά ἐνεργοῦν ἀπό κοινοῦ εἰς μίαν προσπάθειαν, ἄν μέ τρόπον φυσικόν καί ἁπλοῦν ἀντιμετώπιζαν τάς μικροδιαφοράς των, τάς διαφορετικάς ἐκδηλώσεις τοῦ χαρακτῆρος των, πού κάπως κουράζουν, ἤ διέλυον τάς μικροπαρεξηγήσεις πού εἶναι δυνατόν νά ἐμφανίζονται εἰς τήν κοινήν των ζωήν ἤ τήν συνεργασίαν των; Δυστυχῶς ὅμως τό ἀντίθετον συνήθως συμβαίνει. Δηλητηριάζει τήν συνεργασίαν καί χωρίζει ψυχικῶς ἀνθρώπους, πού ἔπρεπε νά ἔχουν ἕνα πνεῦμα καί μίαν καρδίαν ἡ ἔλλειψις πνευματικῆς ἀνωτερότητος, αἱ μικροφιλοτιμίαι καί οἱ μικροεγωϊσμοί, τούς ὁποίους ἡ ἀκαλλιέργητος καρδία μας παρουσιάζει. Δι’ αὐτό ἄς καταβάλλεται μέν σύντονος ἡ προσπάθεια νά ἀπαλλασσώμεθα ἀπό τάς φυσικάς αὐτάς καταστάσεις τοῦ χαρακτῆρος μας θερμή δέ πρός τόν Κύριον νά ἀναπέμπεται ἡ προσευχή, ὅπως γνωρίζωμεν βαθύτερον τόν ἑαυτόν μας καί ξερριζώνωμεν ἀπό τῆς ψυχῆς μας τόν κῆπον ὄχι μόνον τά ἀγκάθια, ἀλλά καί τά ἄχρηστα χόρτα καί ἄς τήν ἀπαλλάξωμεν ἀπό ὅ,τι τήν ἀσχημίζει καί τήν ἀποδεικνύει ὄχι κατά πάντα ἀρεστήν ἐνώπιόν του.. Ἐμπρός δέ εἰς τά χαρίσματα, πού οἱ ἄλλοι παρουσιάζουν, ἄς στεκώμεθα μέ σεβασμόν πολύν. Δέν τιμῶμεν τότε μόνον τόν ἄλλον, ἀλλά καί τόν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἐν πολλῇ σοφίᾳ σκορπίζει τά χαρίσματα εἰς τούς δούλους του πρός οἰκοδομήν τῶν πιστῶν καί δόξαν τῆς Ἐκκλησίας Του.
Πρῶτος, λοιπόν, φθάνει ὁ Ἰωάννης εἰς τό μνημεῖον. Τί κάμνει ὅμως μόλις φθάνει ἐκεῖ; Βλέπει, ὅτι ὁ λίθος πράγματι δέν εὑρίσκεται εἰς τήν εἴσοδον τοῦ μνημείου. Διαπιστώνει, ὅτι ἡ μαρτυρία τῆς μυροφόρου ἦτο ἀκριβής. Προχωρεῖ ὀλίγα βήματα. Καί «παρακύψας βλέπει κείμενα τά ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν». Παρέκυψεν ὁ μαθητής. Δηλαδή ἐστάθη ἐμπρός ἀπό τήν θύραν τοῦ μνημείου, ἔσκυψε πρός τά μέσα, διεπίστωσεν, ὅτι πράγματι τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ δέν ἦτο ἐκεῖ· ὅτι μόνον τά ὀθόνια ἦσαν μέσα»· ἀλλά ἕως ἐδῶ ἐστάθη. Δέν ἐπροχώρησε νά εἰσέλθη εἰς τό ἐσωτερικόν τοῦ μνημείου. Διατί ἆραγε; Οὐδεμία καταλείπεται ἀμφιβολία, ὅτι ὁ φόβος τόν ἐκράτησεν ἔξω ἀπό τόν τάφον. Ταχύς, λοιπόν, ἀπεδείχθη ὁ Ἰωάννης. Ἀνδρεῖος ὅμως καί ἀποφασιστικός ὄχι. Ἔτσι εἶναι. Δέν δίδονται ὅλα τά χαρίσματα εἰς ἕνα. Τά μοιράζει ὁ Θεός καί δίδει εἰς ἄλλον τοῦτο, εἰς τόν ἄλλον ἐκεῖνο. Εἰς ἄλλον ὀλιγώτερα, εἰς ἄλλον περισσότερα, ὥστε κανείς νά μή ἠμπορῆ νά παραπονεθῆ, ὅτι δέν ἔχει χαρίσματα. Ἀλλά καί κανείς νά μή ἐπαίρεται, ὅτι αὐτός ὅλα τά ἔχει. Διότι εἶναι γνωστόν πόσον ἠμπορεῖ νά βλάψη τόν Χριστιανόν ἡ ἔπαρσις διά χαρίσματα, πού δέν εἶναι καθόλου ἰδικά του. Διά χαρίσματα, διά τά ὁποῖα ἐντόνως γράφει ὁ θεῖος Παῦλος «Τίς γάρ σε διακρίνει; τί δέ ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;» (Α’ Κορινθ. δ’ 7).
«Οὐ μέντοι εἰσῆλθεν». Ἄς ἐπίμεινωμεν ὀλίγον εἰς τήν φράσιν αὐτήν τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελιστοῦ. Μή λησμονῶμεν, ὅτι τήν πληροφορίαν αὐτήν μᾶς τήν δίδει ὁ ἴδιος ὁ Ἱερός Εὐαγγελιστής περιγράφων τήν πρᾶξιν του. Ὁ ἴδιος λοιπόν γράφει διά τόν ἑαυτόν του, ὅτι ἐδειλίασε καί δέν εἶχε τήν τόλμην νά εἰσέλθη εἰς τό μνημεῖον. Ἐγνώριζαν δέ οἱ ἀναγνῶσται τοῦ Εὐαγγελίου του, ὅτι αὐτός ἦτο «ὁ μαθητής, ὅν ἐφίλει ὁ Ἰησοῦς», ὅτι ἦτο ἄξιος τῆς ἀγάπης του, διότι καί αὐτός τόν ἠγάπα πολύ. Ὅμως εἰς τό σημεῖον αὐτό ἔδειξεν ἀδυναμίαν. Αὐτό θά πῆ φιλαλήθεια καί εἰλικρίνεια τῶν ἱερῶν Εὐαγγελιστῶν. Δέν ἐκθέτουν μόνον τά ὅσα διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ κατώρθωσαν. Ἐκθέτουν καί τάς ἀδυναμίας των καί τάς πτώσεις των ἀκόμη. Καί ὅλα αὐτά διά νά τά διαβάζουν οἱ πιστοί ὅλων τῶν αἰώνων, χωρίς τόν φόβον, ὅτι θά σκανδαλισθοῦν ἤ θά δυσκολευθοῦν νά πιστεύσουν. Ἄς εἴμεθα εἰλικρινεῖς εἰς ὅλας τάς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς μας, καί τότε καί τάς ἀδυναμίας μας δέν θά τάς καταλογίζη ὁ Θεός, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι θά διδάσκωνται καί θά οἰκοδομῶνται, ὅταν δέν τάς δικαιολογῶμεν.” (Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Γεωργίου Δημοπούλου «Ὁ Νικητής τοῦ θανάτου» Κεφ. «Προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου», σελ. 48-51, Ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).