Ἰωάν. κ΄8-9 Δευτέρα 23 Μαῒου 2011

ΚΕΙΜΕΝΟ 

«Τότε οὖν εἰσῆλθε καί ὁ ἄλλος μαθητής ὁ ἐλθών πρῶ­τος εἰς τό μνημεῖον, καί εἶδε καί ἐπίστευσεν· οὐδέπω γάρ ἤδεισαν τήν γραφήν, ὅτι δεῖ αὐτόν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι»  

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Τότε λοιπόν ἐμπῆκε μέσα καί ὁ ἄλλος μαθητής πού ἦλθε πρῶτος εἰς τό μνῆμα καί εἶδε ταῦτα ἐκ τοῦ πλησίον καί αὐτός καί ἐπίστευσε, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη. Δέν ἐπίστευσε δέ προτήτερα, ἀλλά μόλις τώρα πού εἶδεν ἀδειανόν τόν τάφον, διότι καί αὐτός καί ὁ Πέτρος δέν ἐγνώριζον ἀκόμη τήν ἀληθῆ ἔννοιαν τῶν προφητειῶν τῆς Γραφῆς, ὅτι σύμφω­να μέ αὐτάς ἔπρεπε νά ἀναστηθῆ ἐκ νεκρῶν.”

ΣΧΟΛΙΟ (α) 

«Τότε… εἰσῆλθε καί ὁ ἄλλος μαθητής… καί εἶδε καί ἐπίστευσε». Πότε δηλαδή; Πότε ἀ­πέρριψε μακράν τόν φόβον, ἀπό τόν ὁποῖον μέχρι τότε διακατείχετο καί ἀπεφάσισε νά εἰσέλθη καί αὐτός εἰς τό ἐσωτερικόν τοῦ μνημείου; Ὅταν εἶδε τήν ἀποφασιστικότητα καί τό θάρρος τοῦ Πέτρου. Οὔτε τόν προσεκάλεσεν, οὔτε τόν προέτρεψε διά λόγων ἐνισχυτικῶν τόν Ἰωάννην ὁ Πέ­τρος. Ἁπλῶς ἐφέρθη, ὅπως τοῦ ὑπηγόρευε τό χρέος του καί ἡ ἀποφασιστικότης του. Καί ὅμως, χωρίς ἐκεῖνος νά ἀκολουθήση καμμίαν γραμμήν σκοπιμότητος, γίνεται ἀφορμή σπουδαίου ἀποτελέσματος διά τόν συμμαθητήν. Πόσα δέν μᾶς λέγει αὐτό! Δέν χρειάζονται πολλάκις προτροπαί καί συστάσεις εἰς τούς ἄλλους· οὔτε αὐταί φέρουν πάντοτε τό προσδοκώμενον ἀποτέλεσμα. Πάντοτε ὅμως ἐπιδρᾶ καί δι­δάσκει καί δημιουργεῖ ἄριστον ψυχικόν κλῖμα πρός μίμησιν τό παράδειγμα, ἡ προσωπική ἀντιμετώπισις, ἡ φωτεινή γραμ­μή, τήν ὁποίαν ἀκολουθοῦμεν. Ὀρθῶς δέ ἐλέχθη, ὅτι «τό παράδειγμα διδάσκει χωρίς νά ἐλέγχη· συνετίζει χωρίς νά δημιουργῆ ἀντιδράσεις». Τό ἔχομεν ἆραγε οἱ Χριστιανοί καί τό παρουσιάζομεν εἰς κάθε περίστασιν;

«Καί ἐπίστευσεν». Εἰς τί ἐπίστευσεν; Εἰς τήν ἀλήθειαν, ὅτι ὁ Κύριος ἀνέστη. Ποιά ἦσαν ὅμως τά πειστήρια, τά ὁποῖα ἔκαμαν τόν μαθητήν νά πιστεύση; Ἦσαν ὁ κε­νός τάφος ἀφ’ ἑνός καί ἡ θέσις τῶν ὀθονίων ἀφ’ ἑτέρου. Αὐ­τά δέν ἀφῆκαν καμμίαν εἰς τόν μαθητήν ἀμφιβολίαν περί τοῦ συντελεσθέντος μεγάλου θαύματος. Τί περίεργον ὅμως! Ἀρκοῦν αὐτά μόνα, διά νά ἀποτελέσουν τά ἀδιάψευστα κριτήρια περί τῆς πραγματικότητος τῆς Ἀναστάσεως. Τόσας φοράς τό εἶχε προείπει ὁ Διδάσκαλος, ὅτι τήν τρίτην ἡμέραν θά ἀναστηθῆ. Καί ὅμως τάς διαβεβαιώσεις τάς ἐλησμόνησαν καί τάς ρητάς ὑποσχέσεις δέν τάς ἐθεώρησαν ἀξίας προσοχῆς. Οὔτε κἄν ἤθελαν νά παραδεχθοῦν, ὅτι ὁ Διδάσκαλος θά ἀποθάνη. Δι’ αὐτό καί τόσον ἐταλαιπωρήθησαν καί ἐπόνεσαν καί ἔμειναν χωρίς τήν γλυκεῖαν ἐλπί­δα, ὅτι θά ἰδοῦν καί πάλιν τόν Διδάσκαλον. Καί πρέπει ὁ Ἰωάννης νά ἀντικρύση τόν κενόν τάφον, διά νά πεισθῆ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη. Ἄς ἐπαναλάβωμεν ὅμως διά μίαν ἀκόμη φοράν, ὅτι ἡ δυσκολία τῶν μαθητῶν νά πιστεύσουν εἰς τήν ἀνάστασιν, ἦτο μία οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, διά νά μή εἰπῆ ποτέ κανείς, ὅτι ἡ εὐπιστία τῶν μαθητῶν ἐδημιούργησε ἕνα ἀναστημένον Ἰησοῦν. Τόν ἀναστημένον Ἰησοῦν δέν τόν ἐδημιούργησεν καμμία εὐπιστία τῶν μαθητῶν—ἦσαν ὅλοι τό­σον δύσπιστοι εἰς τό νά παραδεχθοῦν τήν Ἀνάστασιν—ἀλλά ἡ πραγματικότης τῆς Ἀναστάσεως. Ἀνέστη ὁ Κύριος καί ὅλα καί ὅλοι ἐμαρτύρησαν τήν ἀνάστασίν Του, τήν ἀπαρχήν αὐτήν καί τῆς ἰδικῆς μας ἀναστάσεως.”(Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Γεωργίου Δημοπούλου «Ὁ Νικητής τοῦ θανάτου» Κεφ. Τό παράδειγμα πού διδάσκει, σελ. 55, Ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).