Πέμπτη 2 Ἰουνίου 2011 Λουκ. ιβ´37


ΚΕΙΜΕΝΟ

« Μακάριοι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, οὓς ἐλθὼν ὁ κύριος εὑρήσει γρηγοροῦντας. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι περιζώσεται καὶ ἀνακλινεῖ αὐτούς, καὶ παρελθὼν διακονήσει αὐτοῖς.»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ 

«Μακάριοι εἶναι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, πού ὅταν θά ἔλθῃ ὁ Κύριος, θά τούς εὕρῃ νά ἀγρυπνοῦν. Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι εἰς τήν μέλλουσαν ζωήν θά γίνῃ διάκονός των καί θά ζώςῃ τήν μέσην του, ὥστε νά μήν ἐμποδίζεται εἰς τάς κινήσεις του ἀπό τό ὐποκάμισόν του, καί θά τούς βάλῃ νά καθίσουν καί ἀφοῦ ἔλθῃ πλησίον τους, θά τούς διακονήσῃ» (Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα) 

ΣΧΟΛΙΟ (συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο)

Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀναφέραμε στό χθεσινό σχόλιό μας εἶναι ἀναμφιβόλως ὑπέροχα καὶ δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ποὺ δὲν θὰ ἐπιθυμοῦσε ὁλόψυχα νὰ τὰ ἀποκτήσει. Ἀλλὰ βέβαια δὲν τὰ ἀποκτοῦμε ὅλοι. Διότι ἡ ἀπόκτησή τους δὲν ἐξαρτᾶται μόνον ἀπὸ τὸν Θεὸ, ποὺ μᾶς τὰ χαρίζει, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν δική μας ἀνταπόκριση. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀσφαλῶς τὸ μεγάλο πρόβλημα ποὺ χρειάζεται τώρα νὰ μᾶς ἀπασχολήσει .

Τί λοιπὸν πρέπει νὰ κάνουμε ἐμεῖς, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ μετάσχουμε σ αὐτὴν τὴν οὐράνια μακαριότητα καὶ εὐτυχία;

Νὰ εἴμαστε ἄγρυπνοι πνευματικῶς. Ὁ Κύριος, ὅπως εἴδαμε στὸ κείμενο ποὺ μελετήσαμε, τὸ ἐτόνισε αὐτὸ πολύ. Ἡ εἰκόνα ποὺ χρησιμοποίησε εἶναι ἐκφραστικότατη καὶ εἶναι παρμένη ἀπὸ τὶς συνήθειες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης· οἱ δοῦλοι περιμένουν τὴν νύχτα ἄγρυπνοι τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ κυρίου τους ἀπὸ τὸ γάμο, ὥστε, μόλις ἐκεῖνος ἐπιστρέψει καὶ χτυπήσει τὴν πόρτα, νὰ τοῦ ἀνοίξουν ἀμέσως. Τέτοια ἑτοιμότητα καὶ πνευματικὴ ἀγρύπνια ἀπαιτεῖται νὰ ἔχουμε καὶ ἐμεῖς. Νὰ μὴν ἀφήνουμε τὴν ραθυμία νὰ καταλαμβάνει τὴν ψυχή μας. Νὰ εἴμαστε ἄγρυπνοι, ὥστε νὰ μὴν μᾶς βρίσκει ἀφύλακτους ὁ διάβολος καὶ μᾶς παρασύρει στὸ κακό. Ἄγρυπνοι, ὥστε νὰ ἀποφεύγουμε τὶς δαιμονικὲς παγίδες, ποὺ εἶναι στημένες παντοῦ: στὸν δρόμο, στὴν ἐργασία, ἀκόμη καὶ μέσα στὸ ἴδιο μας τὸ σπίτι· «ἐπίγνωθι ὅτι ἐν μέσῳ παγίδων διαβαίνεις καὶ ἐπὶ ἐπάλξεων πόλεων περιπατεῖς» (Σοφ.Σειρὰχ θ΄ 13). Βαδίζουμε σὲ ναρκοπέδιο, δὲν μποροῦμε νὰ προχωροῦμε ἀνέμελα καὶ ἐπιπόλαια. Ἀκόμη χρειάζεται νὰ εἴμαστε ἄγρυπνοι, διότι δὲν γνωρίζουμε πότε θὰ ἔλθει ὁ Κύριος, πότε δηλαδὴ θὰ μᾶς καλέσει νὰ ἀναχωρήσουμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό.

Νὰ ἀσκήσουμε καὶ ἐμεῖς τώρα διακονία πρὸς τὸν Κύριο. Ἐφ ὅσον περιμένουμε νὰ μᾶς τιμήσει καὶ νὰ μᾶς διακονήσει Ἐκεῖνος στὴ βασιλεία Του, ὀφείλουμε καὶ ἐμεῖς νὰ Τὸν διακονοῦμε ἐδῶ στὴ γῆ. Πῶς θὰ τὸ πετύχουμε αὐτό; Θὰ τὸ πετύχουμε μὲ τὸ νὰ διακονοῦμε τοὺς ἀδελφούς μας. Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος τὸ βεβαίωσε αὐτὸ κατὰ τὸν πλέον κατηγορηματικὸ τρόπο: «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε», εἶπε (Ματθ. κε΄ 40). Δὲν εἶναι μικρὸ καὶ ἀσήμαντο πρᾶγμα ἡ διακονία τῶν ἀδελφῶν μας· εἶναι διακονία καὶ προσφορὰ πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Κύριό μας. «Μέγα τὸ τῆς διακονίας ἔργον, καὶ βασιλείας οὐρανῶν πρόξενον. Σαγήνη γάρ ἐστι τῶν ἀρετῶν, πάσας τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ ἐν ἑαυτεῖ φέρουσα» (Μ. Βασιλείου, Λόγος ἀσκητικὸς Α΄). Ἡ διακονία, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, εἶναι μεγάλο ἔργο καὶ χαρίζει σ’ αὐτὸν ποὺ τὴν ἀσκεῖ τὴν βασιλεία τῶν οὺρανῶν. Μοιάζει δὲ μὲ ἕνα δίχτυ, ποὺ ἔχει συγκεντρωμένες μέσα του ὅλες τίς ἀρετές. Καὶ πραγματικὰ ἔτσι εἶναι. Ἡ διακονία ἔχει μέσα της καὶ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὑπομονὴ καὶ κάθε ἄλλη ἀρετή.

Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο μιλᾶ ὀ ἱερός Αὐγουστῖνος γι᾽ αὐτή τήν οὐράνια πατρίδα εἶναι πολύ συγκινητικός. Γράφει: «Ὦ πατρίδα μας, πατρίδα ἀσφαλισμένη, ἀπὸ μακριὰ σὲ ἀτενίζουμε, ἀπὸ αὐτὴν ἐδῶ τὴν θάλασσα σὲ χαιρετοῦμε, ἀπὸ αὐτὴν ἐδῶ τὴν κοιλάδα στρέφουμε πρὸς ἐσένα τὴν ἀναπνοή μας καὶ ἐπιχειροῦμε μὲ δάκρυα μήπως μπορέσουμε νὰ φθάσουμε σὲ σένα, ὦ ἐλπίδα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους»! Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ἱεροῦ Πατρός εἴθε νὰ συγκινήσουν καὶ τὶς δικὲς μας καρδιές, ὥστε νὰ ξεκολλήσει ἡ καρδιά μας ἀπὸ τὴν ματαιότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ νὰ στραφεῖ μὲ πόθο θερμὸ πρὸς τὰ ἐκεῖ, πρὸς τὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια πατρίδα μας, ὅπου ὁ Κύριος ὑπόσχεται ὅτι θὰ μᾶς διακονεῖ ὁ ἴδιος γιὰ πάντα.