Σάββατο 4 Ἰουνίου 2011 Λουκ. β΄ 22-32

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν…»(στ.28)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Τότε καί αὐτός ὁ Συμεών ἐδέχθη τό παιδίον εἰς τάς ἀγκάλας του καί ἐδόξασε τόν Θεόν…»

ΣΧΟΛΙΟ (συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο)

Ἡ ἐκ μέρους μας ὑποδοχή λοιπόν τοῦ Χριστοῦ ὀφείλει νά γίνεται ὅπως ἔγινε καὶ ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεών: Μὲ πόθο καὶ μὲ εὐλάβεια.

Πρῶτον μέ μὲ πόθο. Ὁ ἅγιος Συμεὼν περίμενε σχεδὸν μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ αὐτὴν τὴν θαυμαστὴ συνάντησι. Πόση λαχτάρα πλημμύριζε τὰ στήθη τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ἀνθρώπου! Λαχτάρα νὰ δῇ, νὰ συναντήσῃ τὸν Μεσσία! Ἰδίως ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὸν πληροφόρησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅτι δὲν πρόκειται νὰ πεθάνῃ πρὶν νὰ δῇ τὸν Χριστόν, ἡ λαχτάρα του αὐτὴ ἔγινε μιὰ φλόγα δυνατή, ποὺ ἔκαιγε διαρκῶς μέσα στὰ στήθη του.

Νὰ λοιπὸν ποιὸ εἶναι τὸ μυστικό τῆς ἀξίας ὑποδοχῆς τοῦ Κυρίου μέσα μας: ὁ πόθος! Ὁ πόθος μάλιστα, ποὺ εἶναι ξεχείλισμα μιᾶς ἁγίας ζωῆς, ἢ τέλος πάντων μιᾶς ζωῆς ἀγωνιστικῆς. Τότε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀνάβει τὴν φλόγα αὐτοῦ τοῦ ἁγίου πόθου στὴν ψυχή. Καὶ γίνεται τότε αὐτὸς ὁ πόθος «δριμὺς καὶ ἀφόρητος», ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ποῖος πόθος ψυχῆς οὕτω δριμὺς καὶ ἀφόρητος, ὡς ὁ ἀπὸ Θεοῦ ἐγγινόμενος τῇ ἀπὸ πάσης κακίας κεκαθαρμένῃ ψυχῇ;». Δηλαδή· ποιὸς ἄλλος πόθος τῆς ψυχῆς εἶναι τόσο δυνατὸς (δριμὺς) καὶ ἀβάσταχτος, ὅπως ὁ πόθος ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν ψυχὴ ποὺ εἶναι καθαρὴ ἀπὸ κάθε κακία; (Ὅροι κατὰ πλάτος, ἐρώτησις β΄, P.G. 31,909).

Δεύτερον μέ εὐλάβεια. Μποροῦμε ἴσως νὰ φαντασθοῦμε μὲ πόση εὐλάβεια ὁ ἅγιος Συμεὼν δέχτηκε στὴν ἀγκαλιά του τὸν Κύριο! Ὅλη ἡ προσμονή του τόσων χρόνων γινόταν τώρα πραγματικότητα. Τί συναισθήματα! Τί συγκίνησι πλημμύρισε τὰ γεροντικά του στήθη! Καὶ μὲ πόση εὐλάβεια, μὲ πόσο ἅγιο φόβο δέχτηκε στὴν ἀγκαλιά του τὸν Κύριο, τὸν Μεσσία, ποὺ οἱ Ἑβραῖοι τὸν περίμεναν τόσους αἰῶνες!

Μποροῦμε τώρα νὰ καταλάβουμε κάπως καλύτερα μὲ πόση εὐλάβεια καὶ συναίσθησι ὀφείλουμε νὰ δεχώμαστε καὶ ἐμεῖς τὸν Κύριο! Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τὸ τονίζει αὐτὸ πολὺ παραστατικά: «Ἐννόησον ποίαν ἐτιμήθης τιμήν· ποίας ἀπολαύεις τραπέζης. Ὅπερ ἄγγελοι βλέποντες φρίττουσι, καὶ οὐδὲ ἀντιβλέψαι τολμῶσιν ἀδεῶς διὰ τὴν ἐκεῖθεν φερομένην ἀστραπήν, τούτῳ ἡμεῖς τρεφόμεθα, τούτῳ ἀναφυρόμεθα»· Κατάλαβε, ἄνθρωπε, μὲ ποιὰ τιμὴ ἔχεις τιμηθῆ· ποιὸ τραπέζι ἀπολαμβάνεις. Αὐτὸ ποὺ οἱ ἄγγελοι τὸ βλέπουν καὶ φρίττουν, καὶ οὔτε κὰν νὰ κυττάξουν ἄφοβα δὲν τολμοῦν ἐξ αἰτίας τῆς ἀστραπῆς ποὺ ἐκπέμπεται ἀπὸ ἐκεῖ, μὲ αὐτὸ ἐμεῖς τρεφόμεθα, μὲ αὐτὸ ἀναμιγνυόμεθα. (Ὁμιλ. 82 Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, P.G. 58, 744).

Μὲ τὴν ἴδια συναίσθησι καὶ τὸν βαθὺ φόβο ὀφείλουμε καὶ νὰ προσευχώμαστε, ἀλλὰ καὶ νὰ μελετοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Νὰ μᾶς συνέχει ἡ σκέψι ὅτι βρισκόμαστε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ἀκοῦμε τὴν φωνή Του.