ΚΕΙΜΕΝΟ
“Περὶ οὗ πολὺς ἡμῖν ὁ λόγος καὶ δυσερμήνευτος λέγειν, ἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῖς ἀκοαῖς. καὶ γὰρ ὀφείλοντες εἶναι διδάσκαλοι διὰ τὸν χρόνον, πάλιν χρείαν ἔχετε τοῦ διδάσκειν ὑμᾶς τίνα τὰ στοιχεῖα τῆς ἀρχῆς τῶν λογίων τοῦ Θεοῦ, καὶ γεγόνατε χρείαν ἔχοντες γάλακτος καὶ οὐ στερεᾶς τροφῆς. πᾶς γὰρ ὁ μετέχων γάλακτος ἄπειρος λόγου δικαιοσύνης· νήπιος γάρ ἐστι· τελείων δέ ἐστιν ἡ στερεὰ τροφή, τῶν διὰ τὴν ἕξιν τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα ἐχόντων πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ”
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
“Διά τόν Μελχισεδέκ αὐτόν ὡς τύπον τῆς ἀρχιερωσύνης τοῦ Χριστοῦ ἔχομεν νά εἴπωμεν πολλά, πού δύσκολα ἑρμηνεύονται καί ἐξηγοῦνται, ἐπειδή ἔχετε γίνει βραδεῖς καί δύσκολοι εἰς τό νά ἀκούετε μέ τά αὐτιά τῆς ψυχῆς σας, ὥστε νά κατανοῆτε τάς ὑψηλάς ἀληθείας. Καί σᾶς ἀποκαλῶ ὀκνούς καί βαρηκόους, διότι ἐνῶ ἔπρεπε νά εἶσθε διδάσκαλοι, ἕνεκα τοῦ χρόνου πού ἐμεσολάβησεν, ἀφ’ὅτου ἐγίνατε χριστιανοί, πάλιν ἔχετε ἀνάγκην νά σᾶς διδάσκουν, ποῖαι εἶναι αἱ πρῶται καί εἰς τάς ἀρχάς διδασκόμεναι στοιχειώδεις ἀλήθειαι τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ. Καί ἐκαταντήσατε νά ἔχετε ἀνάγκην ὅπως τραφῆτε μέ γάλα, δηλαδή μέ τροφήν πνευματικήν κατάλληλον διά ἀρχαρίους. Καί δέν εἶσθε προωδευμένοι, ὥστε νά χρειάζεσθε στερεάν καί ὑψηλοτέραν πνευματικήν τροφήν καί διδασκαλίαν. Διότι καθένας, πού τρέφεται μόνον μέ πνευματικόν γάλα καί διδάσκεται στοιχειώδεις ἀληθείας,, δέν ἔχει πεῖραν καί δέν γνωρίζει τήν διδασκαλίαν, πού ὁδηγεῖ εἰς τήν δικαιοσύνην καί τόν ἀκριβῆ ἐνάρετον βίον. Καί δέν γνωρίζει τήν διδασκαλίαν αὐτήν, διότι πνευματικῶς εὑρίσκεται εἰς νηπιακήν κατάστασιν καί δέν ἠμπορεῖ νά ἐννοήσῃ ὑψηλήν καί ἀνωτέραν διδασκαλίαν. Ἡ στερεά δέ καί ὑψηλοτέρα πνευματική τροφή εἶναι διά τελείους χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀπό τήν ἄσκησιν καί τήν συνήθειαν ἔχουν τά πνευματικά αἰσθητήρια γυμνασμένα εἰς τό νά διακρίνουνεὔκολα μεταξύ τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, τῆς ἀληθείας καί τῆς πλάνης” (Ἀπό τήν “ΚΑΙΝΜΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας” τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση “Ο ΣΩΤΗΡ”).
ΣΧΟΛΙΟ
Ὁ Κύριός μας ἐπανειλημμένως μίλησε γιὰ τὴν ἀνάγκη νὰ ἔχουμε οἱ πιστοὶ πνευματικὴ ζωὴ μὲ βάθος καὶ νὰ μὴν ἀρκούμαστε σὲ ἐξωτερικὲς ἁπλῶς ἐκδηλώσεις εὐσεβείας. Στὴν γνωστὴ παραβολὴ τοῦ σπορέως τὸ ὑπογράμμισε αὐτὸ μιλῶντας γιὰ τὸν σπόρο ὁ ὁποῖος ἔπεσε σὲ ἔδαφος πετρῶδες καὶ φυτρώνοντας δὲν ἄντεξε ἀλλὰ ξεράθηκε, διότι δὲν εἶχε βάθος τὸ χῶμα καὶ οἱ ρίζες ἔμειναν στὴν ἐπιφάνεια χωρὶς τὴν ἀπαραίτητη ὑγρασία. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ παράδειγμα τῆς καταραμένης συκιᾶς αὐτὸ δίδαξε: ὅτι δὲν φθάνει νὰ ἔχῃ κανεὶς φύλλα μόνον, δηλαδὴ ἐπιφανειακὴ εὐσέβεια, ἀλλὰ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἔχῃ καὶ καρπούς, νὰ ἔχῃ βάθος πνευματικὸ καὶ ἁγιότητα.
Καὶ ἐπειδὴ τὸ ζήτημα αὐτὸ εἶναι πολὺ σπουδαῖο καὶ σοβαρό, τό σημερινό μας ἀνάγνωσμα θά τό ἀφιερώσουμε σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ θέμα, γιὰ νὰ βοηθηθοῦμε ὅλοι μας νὰ ἀποκτήσουμε βάθος στὴν πνευματική μας ζωή. Ὁδηγός μας οἱ πολὺ σημαντικὲς ὑποδείξεις τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς.
Λοιπὸν πόσοι ἀπὸ μᾶς ἔχουμε ξεπεράσει τὴν νηπιακὴ κατάστασι στὴν πνευματική μας ζωή; Πόσοι ἔχουμε πνευματικὴ ὡριμότητα μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια χριστιανικῆς ζωῆς; Πόσοι ζοῦμε πνευματικὴ ζωὴ ὄχι ἐπιπόλαιη καὶ ἐξωτερική, ἀλλὰ μὲ βάθος καὶ μὲ ζωντανὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό; Νὰ ποὺ τὸ ζήτημα αὐτὸ μᾶς ἀφορᾷ ὅλους πάρα πολύ.
Νά δοῦμε ποια εἶναι τὰ πιὸ σημαντικὰ στοιχεῖα τῆς πνευματικῆς ζωῆς ποὺ ἔχει βάθος; Τὸ πρῶτο καὶ βασικὸ γνώρισμα αὐτῶν ποὺ ἔχουν πνευματικότητα ἀληθινὴ εἶναι ἡ βαθειὰ συναίσθησι τῆς ἀδυναμίας καὶ τῆς ἁμαρτωλότητός τους. Ὁ πιστὸς ποὺ ζῇ πνευματικὴ ζωὴ μὲ βάθος δὲν πετάει στὰ σύννεφα νομίζοντας ὅτι εἶναι καλὸς καὶ ὅτι εἶναι ἐντάξει ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα εἶναι προσγειωμένος. Βλέπει τὰ πολλὰ ἁμαρτήματά του, συναισθάνεται τὴν μεγάλη ἀδυναμία του καὶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο τοῦ Θεοῦ. Καταλαβαίνει πολὺ καλὰ πὼς ὅσα καλὰ τυχὸν ἔχει καὶ ὅποια καλὰ ἔργα κάνει εἶναι ὅλα δῶρα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ταπεινοφρονεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐργάζεται ὅσο μπορεῖ πιὸ ἀθόρυβα, ἐπιδιώκοντας νὰ μὴν μάθουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τὰ ἔργα του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀντὶ νὰ ἐπιθυμῇ ἐπαίνους εἶναι πρόθυμος νὰ δέχεται περιφρονήσεις. Τοὺς ἐπαίνους τοὺς ἐπιθυμοῦν τὰ νήπια, ἄρα καὶ αὐτοὶ ποὺ βρίσκονται σὲ νηπιακὴ πνευματικὴ κατάστασι. Οἱ ὥριμοι πνευματικῶς ἀποφεύγουν τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, ἐργάζονται μυστικά, βλέπουν μόνο τὶς ἁμαρτίες τους, ζοῦν μόνο γιὰ τὸν Θεό. Ἡ ἐπιφανειακὴ πνευματικότητα εἶναι εὔκολη καὶ ἀνώδυνη. Ἐνῶ ἡ βαθειὰ γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι κουραστικὴ καὶ δύσκολη. Ρώτησαν κάποτε τὸν φιλόσοφο Θαλῆ τὸν Μιλήσιο: Τί εἶναι δύσκολο; «Τὸ ἑαυτὸν γνῶναι» (τὸ νὰ γνωρίσῃ κάποιος τὸν ἑαυτό του). Καὶ τί εἶναι εὔκολο; «Τὸ ἄλλῳ ὑποθέσθαι» (τὸ νὰ συμβουλεύῃ κανεὶς τὸν ἄλλο), ἀπάντησε. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ διδάσκαλοι τῆς πνευματικῆς ζωῆς λέγουν ὅτι ἐκεῖνος ποὺ συναισθάνεται τὶς ἁμαρτίες του εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀνασταίνει νεκροὺς μὲ τὴν προσευχή του· «ὁ αἰσθηθεὶς τῶν ἑαυτοῦ ἁμαρτιῶν κρείττων ἐστὶ τοῦ ἐγείροντοςτοὺς νεκροὺς ἐν τῇ ἑαυτοῦ προσευχῇ» (ἀββᾶς Ἰσαάκ, Λόγος λδ΄). Γιατί; Διότι τὰ θαύματα δὲν εἶναι ἀπαραιτήτως ἀπόδειξι ἁγιότητος. Ἂς μὴ λησμονοῦμε ὅτι θαύματα ἔκανε ἀκόμη καὶ ὁ Ἰούδας. Ἐνῶ ἡ συναίσθησι τῆς ἀναξιότητος εἶναι κατάστασι στὴν ὁποία ἀναπαύεται ὁ Θεός, κατοικεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ ταπεινοῦ ἀνθρώπου καὶ δίνει πλούσια τὴν εὐλογία του σ’ αὐτόν.
Ἄλλο βασικὸ γνώρισμα τῶν πιστῶν ποὺ ἔχουν πνευματικὴ ζωὴ μὲ βάθος εἶναι ἡ σταθερότητα. Δὲν εἶναι δηλαδὴ εὐμετάβολοι στὴν πνευματικὴ ζωή τους, ὥστε, ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις, ἄλλοτε νὰ εἶναι γεμᾶτοι μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ φλογερὸ ζῆλο καὶ ἄλλοτε νὰ εἶναι μαραμένοι ἢ καὶ ἀδιάφοροι. Ἀλλὰ ἔχουν πάντα τὸν ἴδιο ἐνθουσιασμὸ στὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Οὔτε ἐνθουσιάζονται ἀπὸ τὶς ἐπιτυχίες οὔτε ἀπογοητεύονται ἀπὸ τὶς ἀποτυχίες. Δὲν δειλιάζουν στὶς δυσκολίες καὶ τοὺς πειρασμούς. Μοιάζουν μὲ τὰ μεγάλα δένδρα ποὺ ἔχουν βαθειὲς ρίζες καί, ἀκόμα κι ὅταν ξεσποῦν ἐπάνω τους μανιασμένες θύελλες καὶ ἄνεμοι φοβεροί, μένουν ὄρθια, δὲν πέφτουν κάτω στὴ γῆ.