ΚΕΙΜΕΝΟ
“Προσερχώμεθα οὖν μετὰ παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν”
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
“Ἀφοῦ δέ τέτοιος εἶναι ὁ Ἀρχιερεύς μας, ἄς πλησιάζωμεν λοιπόν μέ θάρρος καί ἄφοβον πεποίθησιν πρός τόν βασιλικόν θρόνον του, ἀπό τόν ὁποῖον ἐκπηγάζει ἡ χάρις, διά νά λάβωμεν συγχώρησιν διά τάς ἁμαρτίας μας καί διά νά εὕρωμεν εὔνοιαν καί δωρεάς, πού θά μᾶς δώσουν βοήθειαν ἐπίκαιρον εἰς κάθε κρίσιμον ὥραν πειρασμοῦ” (Ἀπό τήν “Παλαιάν Διαθήκην μετά συντόμου ἑρμηνείας”, τόμος 10ος, ἔκδοση “Ο ΣΩΤΗΡ”)
ΣΧΟΛΙΟ
Γιὰ τὸν κίνδυνο αὐτὸν λοιπὸν νὰ μιλήσουμε πρῶτα καὶ ἐμεῖς ἐδῶ· τί εἶναι ἡ ἐξοικείωσι μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ ποιὰ τὰ ἀποτελέσματά της; Ἐξοικείωσι μὲ τὴν ἁμαρτία εἶναι τὸ νὰ συνηθίζῃ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁμαρτία, νὰ μὴν τὴν θεωρῇ πλέον ἁμαρτία καὶ ἑπομένως νὰ μὴν μετανοῇ γι᾿ αὐτήν. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὅλοι ἁμαρτάνουμε καὶ μάλιστα πολύ. Ὡς τέκνα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας εὔκολα ξεγελιόμαστε ἀπὸ τὰ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου καὶ παρασυρόμαστε στὴν ἁμαρτία. Πότε θὰ παύσουμε νὰ ἁμαρτάνουμε; Μόνον ὅταν τὸ σῶμα μας τὸ ὑποδεχτῇ ὁ τάφος καὶ ἡ ψυχή μας ὁδηγηθῇ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ἀναμφιβόλως πρέπει πάντοτε νὰ προσέχουμε πολύ, ὥστε νὰ μὴν ἁμαρτάνουμε, γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸν νὰ μᾶς χαρίζῃ καὶ τὴν ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα «ἀναμάρτητον», διότι ἡ ἁμαρτία εἶναι κακὸ θανατηφόρο. Ὅσο ὅμως καὶ ἂν εἶναι κακὸ τὸ νὰ ἁμαρτάνουμε, καὶ ὅσα ἁμαρτήματα καὶ ἂν διαπράττουμε, δὲν κινδυνεύουμε νὰ χωριστοῦμε ἀπὸ τὸν Θεόν. Γιατί; Διότι ὁ φιλάνθρωπος Δημιουργός μας μᾶς χάρισε τὴν μετάνοια. Μᾶς ἔδωσε δηλαδὴ τὴν δυνατότητα, ὅταν ἐπιστρέφουμε μετανοημένοι κοντά του καὶ ζητοῦμε τὸ ἔλεός του, νὰ ξεπλένουμε τὴν ψυχή μας ἀπὸ τοὺς μολυσμοὺς τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ξαναβρίσκουμε, ὅπως ὁ ἄσωτος, τὴν θέσι μας μέσα στὸ πατρικό μας σπίτι. Τὸ πρόβλημα λοιπὸν δὲν βρίσκεται τόσο στὴν ἁμαρτία, γιὰ τὴν ὁποία ὁ φιλάνθρωπος Κύριός μας ἑτοίμασε δραστικώτατο φάρμακο μὲ τὸ ἴδιο του τὸ αἷμα, ἀλλὰ στὴν ἄρνησι τοῦ ἀνθρώπου νὰ πάρῃ αὐτὸ τὸ φάρμακο, δηλαδὴ στὴν ἀπουσία τῆς μετανοίας. Διότι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, δὲν εἶναι τόσο φοβερὸ τὸ νὰ πληγωθοῦμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὅσο τὸ νὰ μὴν θέλουμε νὰ θεραπευθοῦμε ὅταν πληγωθοῦμε: «οὐ τὸ τρωθῆναι οὕτω δεινόν, ὡς τὸ τρωθέντα μὴ βούλεσθαι θεραπεύεσθαι» (Εἰς Α΄ Κορ. ὁμιλία η΄, P.G. 61, 67). Καὶ πότε δὲν ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ θεραπευθῇ; Δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ θεραπευθῇ, ὅταν δὲν αἰσθάνεται τὸ τραῦμα του. Καὶ δὲν τὸ αἰσθάνεται κυρίως, ὅταν ἐξοικειώνεται μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ παύῃ νὰ τὴν θεωρῇ ἁμαρτία.
Νὰ λοιπὸν ποὺ ἤδη ἔγιναν φανερὰ τὰ ἄσχημα ἀποτελέσματα τῆς ἐξοικειώσεως μὲ τὴν ἁμαρτία. σιγά-σιγὰ ὁ ἄνθρωπος γίνεται μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀναίσθητος πρὸς τὴν ἁμαρτία. Καὶ τί σημαίνει ἀναίσθητος; Σημαίνει ὅτι τὴν ἁμαρτία δὲν τὴν αἰσθάνεται πλέον ὡς τραῦμα ἐπικίνδυνο τῆς ψυχῆς, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τρέχει νὰ πάρῃ τὸ φάρμακο τῆς συγχωρήσεως μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγησι ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ. Ἀναμφιβόλως ἐπικίνδυνη κατάστασι. Τί λοιπὸν θὰ πρέπει νὰ γίνῃ; Ὁ Μέγας Βασίλειος συνιστᾷ νὰ μὴν περιφρονοῦμε κανένα σφάλμα, σφάλματος μὴ περιφρόνει», ἀκόμη κι ἂν μᾶς φαίνεται ὅτι εἶναι μικρότερο κι ἀπὸ τιποτένιο, ἀλλὰ νὰ τρέχουμε νὰ τὸ ἐπανορθώνουμε μὲ τὴν μετάνοια· ¶\ἀλλὰ σπεῦδε μᾶλλον πρὸς τὴν διὰ μετανοίας ἐπανόρθωσιν» (Λόγος Ἀσκητικός, P.G. 31, 636). Καὶ πραγματικὰ αὐτὸ εἶναι ἡ λύσι. Ἡ νοοτροπία τῆς χαλαρώσεως καὶ τῶν συμβιβασμῶν εἶναι ἐπικίνδυνη. Φθείρει σιγά-σιγὰ τὴν πνευματικὴ ὅρασι καὶ ἀδυνατοῦμε νὰ διακρίνουμε ἀκόμη καὶ ὀφθαλμοφανέστατα ἁμαρτήματα καὶ λάθη. Ἀπὸ τὸ πνεῦμα δὲ αὐτὸ τῶν συμβιβασμῶν κινδυνεύουμε ὅλοι. Λέμε: αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτε, τὸ ἄλλο εἶναι ἀσήμαντο, κάποιο ἄλλο δὲν ἐφαρμόζεται στὴ σημερινὴ ἐποχὴ καὶ διάφορα παρόμοια. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι ἀρχίζουμε νὰ ὑποχωροῦμε καὶ σταδιακὰ νὰ ἀλλάζουμε τρόπο ζωῆς. Ἀλλάζουμε τὴν ἐμφάνισί μας, τὸ τί βλέπουμε, τί ἀκοῦμε, τί τρῶμε, ποῦ πᾶμε νὰ διασκεδάσουμε, τί εἴδους ἐργασία κάνουμε, τί διαβάζουμε, μὲ ποιοὺς ἀνθρώπους κάνουμε συντροφιά, καὶ πλῆθος ἄλλα. Ἔτσι «ἀρχίζει ὁ ὀλισθηρὸς κατήφορος στὴ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ», στὸ τέλος δὲ ἔχουμε ἀλλάξει σὲ ὅλα. Εἶναι ἑπομένως πολὺ σημαντικὸ νὰ προσέξουμε αὐτὸ τὸ σημεῖο, ποὺ ἀποτελεῖ ἐμπόδιο μεγάλο γιὰ τὴν ἀληθινὴ μετάνοια.